διχῇ: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δῐχῇ) <b class="num">• Alolema(s):</b> [[διχεῖ]] Maier, <i>GMBI</i> 19.8 (Eleusis IV a.C.); διχῆ Hp.<i>VC</i> 13, Plu.2.442a, Aristid.<i>Or</i>.37.13<br />adv. <br /><b class="num">1</b> [[en dos partes]] [[διχῇ]] δ' ἀντίπορον γαῖαν A.<i>Supp</i>.544, ἐπανατάμνων τὸν κύκλον δ. Hp.l.c., φλέβες ... δ. ... σχίζονται Hp.<i>Oss</i>.4, τόπους ... διειληφότας δ. Pl.<i>Ti</i>.62c, ποδῶν [[ἕκαστος]] ... δ. διῄρηται Arist.<i>HA</i> 503<sup>a</sup>23, cf. Thphr.<i>HP</i> 6.6.2, D.S.19.4, I.<i>BI</i> 5.356, Plu.<i>Crass</i>.21, Aristid.<i>Or</i>.37.15, Plot.4.3.29, 6.1.17, [[ἔνθα]] δ. ... σχιζόμενος el río Istro, A.R.4.289, cf. Paus.10.28.4, τόν τε οὐρανὸν ... δ. διανείμαντες Ph.2.189, cf. I.<i>AI</i> 17.318, τῶν δὲ πολεμίων ... παραταξαμένων οὐχ ὁμοῦ, δ. δέ I.<i>AI</i> 7.123, δ. μερίζεσθαι Plu.2.442a, ([[διατείχισμα]]) ὃ τὴν νῆσον δ. τέμνει D.C.76.12.1, cf. Aristid.Quint.96.6.<br /><b class="num">2</b> [[de dos maneras]] ἐπονομασθῆναι ... δ. Pl.<i>R</i>.445d, δ. τὴν μίαν ἀποτελῶν δύναμιν ἢ μοναχῇ ...; Pl.<i>Lg</i>.720e, [[δεῖ]] δὴ πολλὴν καὶ δ. τὴν βοήθειαν εἶναι D.1.18, cf. 17, εὐδαιμονίαν δ. νοεῖσθαι Epicur.[1] 121a, δ. ... τούτων ἑκατέρῳ προσηνέχθη Aristid.<i>Or</i>.37.13. | |dgtxt=(δῐχῇ) <b class="num">• Alolema(s):</b> [[διχεῖ]] Maier, <i>GMBI</i> 19.8 (Eleusis IV a.C.); διχῆ Hp.<i>VC</i> 13, Plu.2.442a, Aristid.<i>Or</i>.37.13<br />adv. <br /><b class="num">1</b> [[en dos partes]] [[διχῇ]] δ' ἀντίπορον γαῖαν A.<i>Supp</i>.544, ἐπανατάμνων τὸν κύκλον δ. Hp.l.c., φλέβες ... δ. ... σχίζονται Hp.<i>Oss</i>.4, τόπους ... διειληφότας δ. Pl.<i>Ti</i>.62c, ποδῶν [[ἕκαστος]] ... δ. διῄρηται Arist.<i>HA</i> 503<sup>a</sup>23, cf. Thphr.<i>HP</i> 6.6.2, [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.4, I.<i>BI</i> 5.356, Plu.<i>Crass</i>.21, Aristid.<i>Or</i>.37.15, Plot.4.3.29, 6.1.17, [[ἔνθα]] δ. ... σχιζόμενος el río Istro, A.R.4.289, cf. Paus.10.28.4, τόν τε οὐρανὸν ... δ. διανείμαντες Ph.2.189, cf. I.<i>AI</i> 17.318, τῶν δὲ πολεμίων ... παραταξαμένων οὐχ ὁμοῦ, δ. δέ I.<i>AI</i> 7.123, δ. μερίζεσθαι Plu.2.442a, ([[διατείχισμα]]) ὃ τὴν νῆσον δ. τέμνει D.C.76.12.1, cf. Aristid.Quint.96.6.<br /><b class="num">2</b> [[de dos maneras]] ἐπονομασθῆναι ... δ. Pl.<i>R</i>.445d, δ. τὴν μίαν ἀποτελῶν δύναμιν ἢ μοναχῇ ...; Pl.<i>Lg</i>.720e, [[δεῖ]] δὴ πολλὴν καὶ δ. τὴν βοήθειαν εἶναι D.1.18, cf. 17, εὐδαιμονίαν δ. νοεῖσθαι Epicur.[1] 121a, δ. ... τούτων ἑκατέρῳ προσηνέχθη Aristid.<i>Or</i>.37.13. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 07:30, 27 March 2024
English (LSJ)
Adv. = δίχα, in two, asunder, A. Supp. 544 (lyr.), Pl. Ti. 620, etc.
in two ways, δ. ἐπονομασθῆναι Id. R. 445d; δεῖ δ. τὴν βοήθειαν εἶναι D. 1.18.
Spanish (DGE)
(δῐχῇ) • Alolema(s): διχεῖ Maier, GMBI 19.8 (Eleusis IV a.C.); διχῆ Hp.VC 13, Plu.2.442a, Aristid.Or.37.13
adv.
1 en dos partes διχῇ δ' ἀντίπορον γαῖαν A.Supp.544, ἐπανατάμνων τὸν κύκλον δ. Hp.l.c., φλέβες ... δ. ... σχίζονται Hp.Oss.4, τόπους ... διειληφότας δ. Pl.Ti.62c, ποδῶν ἕκαστος ... δ. διῄρηται Arist.HA 503a23, cf. Thphr.HP 6.6.2, D.S.19.4, I.BI 5.356, Plu.Crass.21, Aristid.Or.37.15, Plot.4.3.29, 6.1.17, ἔνθα δ. ... σχιζόμενος el río Istro, A.R.4.289, cf. Paus.10.28.4, τόν τε οὐρανὸν ... δ. διανείμαντες Ph.2.189, cf. I.AI 17.318, τῶν δὲ πολεμίων ... παραταξαμένων οὐχ ὁμοῦ, δ. δέ I.AI 7.123, δ. μερίζεσθαι Plu.2.442a, (διατείχισμα) ὃ τὴν νῆσον δ. τέμνει D.C.76.12.1, cf. Aristid.Quint.96.6.
2 de dos maneras ἐπονομασθῆναι ... δ. Pl.R.445d, δ. τὴν μίαν ἀποτελῶν δύναμιν ἢ μοναχῇ ...; Pl.Lg.720e, δεῖ δὴ πολλὴν καὶ δ. τὴν βοήθειαν εἶναι D.1.18, cf. 17, εὐδαιμονίαν δ. νοεῖσθαι Epicur.[1] 121a, δ. ... τούτων ἑκατέρῳ προσηνέχθη Aristid.Or.37.13.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en deux;
2 doublement.
Étymologie: δίχα.
Greek Monotonic
δῐχῇ: επίρρ. δίχα·
1. στα δύο, χωριστά, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.
2. με δύο τρόπους, στον ίδ., σε Δημ.
German (Pape)
= δίχα; διατέμνειν Aesch. Suppl. 539; διαλαμβάνειν, διαιρεῖν, Plat. Phil. 23c, Crat. 396a, und öfter; auch Sp; – doppelt, Plat. Rep. IV.445d; Dem. 1.18.