Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διορθωτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[corrector]] magistrado encargado de la reforma de tratados o leyes τὼ δὲ πόλιε διορ[θω] τῆρας ἑλέσθαι τᾶς συνβολᾶς <i>IPArk</i>.17.192, cf. 190 (Estínfalo IV a.C.), ταξάντων οἱ διορθωτῆρες εἰς τοὺς νόμους καθώς κα δ<έ>ῃ τὸ [[ἀργύριον]] χειρίζεσθαι <i>IG</i> 9(1).694.138 (Corcira III/II a.C.), cf. [[διορθωτής]] II 1.
|dgtxt=διορθωτῆρος, ὁ<br />[[corrector]] magistrado encargado de la reforma de tratados o leyes τὼ δὲ πόλιε διορ[θω] τῆρας ἑλέσθαι τᾶς συνβολᾶς <i>IPArk</i>.17.192, cf. 190 (Estínfalo IV a.C.), ταξάντων οἱ διορθωτῆρες εἰς τοὺς νόμους καθώς κα δ<έ>ῃ τὸ [[ἀργύριον]] χειρίζεσθαι <i>IG</i> 9(1).694.138 (Corcira III/II a.C.), cf. [[διορθωτής]] II 1.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διορθωτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 38.
|lstext='''διορθωτήρ''': διορθωτῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 38.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 07:33, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορθωτήρ Medium diacritics: διορθωτήρ Low diacritics: διορθωτήρ Capitals: ΔΙΟΡΘΩΤΗΡ
Transliteration A: diorthōtḗr Transliteration B: diorthōtēr Transliteration C: diorthotir Beta Code: diorqwth/r

English (LSJ)

διορθωτῆρος, ὁ, = διορθωτής (corrector, editor, reviser, reformer), IG 9(1).694.138 (pl.).

Spanish (DGE)

διορθωτῆρος, ὁ
corrector magistrado encargado de la reforma de tratados o leyes τὼ δὲ πόλιε διορ[θω] τῆρας ἑλέσθαι τᾶς συνβολᾶς IPArk.17.192, cf. 190 (Estínfalo IV a.C.), ταξάντων οἱ διορθωτῆρες εἰς τοὺς νόμους καθώς κα δ<έ>ῃ τὸ ἀργύριον χειρίζεσθαι IG 9(1).694.138 (Corcira III/II a.C.), cf. διορθωτής II 1.

Greek (Liddell-Scott)

διορθωτήρ: διορθωτῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 38.

Greek Monolingual

ο (Α διορθωτήρ) διορθώ
νεοελλ.
όργανο για τη διόρθωση της βολής τών ναυτικών πυροβόλων
αρχ.
ο διορθωτής.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, = διορθωτής, Inscr. 2 p. 22.