ἀποίκιλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[simple]], [[sin adorno]] ἡ ἀ. ἀληθείας ... στολή Ph.1.369, [[ἁπλοῦς]] ὁ στίχος ... καὶ ἀ. Sch.Er.<i>Il</i>.13.662, ἀ. παράδοσις Iambl.<i>VP</i> 103<br /><b class="num">•</b>[[homogéneo]] σῶμα ὁμοιομερές τι καὶ ἀ. Plot.6.7.13.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[de manera simple]] ἡ φύσις ... δημιουργεῖ ἡρέμα τὰ πάντα ... καὶ ἀ. Vett.Val.343.36.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[simple]], [[sin adorno]] ἡ ἀ. ἀληθείας ... στολή Ph.1.369, [[ἁπλοῦς]] ὁ στίχος ... καὶ ἀ. Sch.Er.<i>Il</i>.13.662, ἀ. παράδοσις Iambl.<i>VP</i> 103<br /><b class="num">•</b>[[homogéneo]] σῶμα ὁμοιομερές τι καὶ ἀ. Plot.6.7.13.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀποικίλως]] = [[de manera simple]] ἡ φύσις ... δημιουργεῖ ἡρέμα τὰ πάντα ... καὶ ἀ. Vett.Val.343.36.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:42, 7 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποίκῐλος Medium diacritics: ἀποίκιλος Low diacritics: αποίκιλος Capitals: ΑΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: apoíkilos Transliteration B: apoikilos Transliteration C: apoikilos Beta Code: a)poi/kilos

English (LSJ)

ἀποίκιλον, unadorned, simple, ἀληθείας στολή Ph.1.369, al.; homogeneous, σῶμα ὁμοιομερὲς καὶ ἀ. Plot.6.7.13, cf. Iamb.VP23.103. Adv. ἀποικίλως Vett. Val.343.36.

Spanish (DGE)

-ον
1 simple, sin adorno ἡ ἀ. ἀληθείας ... στολή Ph.1.369, ἁπλοῦς ὁ στίχος ... καὶ ἀ. Sch.Er.Il.13.662, ἀ. παράδοσις Iambl.VP 103
homogéneo σῶμα ὁμοιομερές τι καὶ ἀ. Plot.6.7.13.
2 adv. ἀποικίλως = de manera simple ἡ φύσις ... δημιουργεῖ ἡρέμα τὰ πάντα ... καὶ ἀ. Vett.Val.343.36.

German (Pape)

[Seite 304] nicht bunt, einfach, Iambl.

Russian (Dvoretsky)

ἀποίκιλος: не разнообразный, однообразный (sc. στίχος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποίκῐλος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ποικιλίαν, μὴ κεκοσμημένος, Φίλων 1. 369 κτλ.

Greek Monolingual

ἀποίκιλος, -ον (AM) ποικίλος
αστόλιστος, αδιακόσμητος.