λογοπράτης: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. , $7$9") |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λογοπράτης]], ὁ (Α)<br />(για τον Ιούδα) αυτός που πούλησε τον Λόγο του Θεού, τον Χριστό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πράτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πρα</i>-, [[πρβλ]]. [[πέπρα]]-<i>κα</i>, παρακμ. του [[πιπράσκω]] «[[πωλώ]]»), [[πρβλ]]. [[ | |mltxt=[[λογοπράτης]], ὁ (Α)<br />(για τον Ιούδα) αυτός που πούλησε τον Λόγο του Θεού, τον Χριστό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πράτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πρα</i>-, [[πρβλ]]. [[πέπρα]]-<i>κα</i>, παρακμ. του [[πιπράσκω]] «[[πωλώ]]»), [[πρβλ]]. [[δημοπράτης]], [[λαχανοπράτης]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ὁ, <i>der [[Reden]] [[verkauft]], für [[Geld]] [[Reden]] [[schreibt]]</i>, Sp. | |ptext=ὁ, <i>der [[Reden]] [[verkauft]], für [[Geld]] [[Reden]] [[schreibt]]</i>, Sp. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:48, 9 September 2024
Greek (Liddell-Scott)
λογοπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ πωλήσας τὸν ΛΟΓΟΝ, ἐπὶ τοῦ προδότου Ἰούδα, Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
λογοπράτης, ὁ (Α)
(για τον Ιούδα) αυτός που πούλησε τον Λόγο του Θεού, τον Χριστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -πράτης (< θ. πρα-, πρβλ. πέπρα-κα, παρακμ. του πιπράσκω «πωλώ»), πρβλ. δημοπράτης, λαχανοπράτης.