παρομοιοῦμαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(Created page with "{{elmes |esmgtx=en v. med. tomar la forma de c. dat. διακόνησόν μοι καὶ ἀπάγγειλον ἀεὶ, ὅτι ἄν σοι εἴπω, ... παρομοι...")
 
mNo edit summary
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=παρομοιῶ, [[παρομοιόω]] ΝΜΑ [[παρόμοιος]]<br />[[θεωρώ]] ή [[παριστάνω]] [[κάτι]] ως όμοιο με [[άλλο]], [[συγκρίνω]], [[παραβάλλω]], [[παρομοιάζω]], [[εικονίζω]] με [[σύγκριση]] (α. «[[επειδή]] ήτο [[κάπως]]... στρογγύλη το [[σώμα]], τὴν παρομοίωσαν με τους χονδρούς κοφίνους», Παπαδ.<br />β. «παρομοιοῦν τινά τινι», Ανών. Γεωγρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>παρομοιοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] όμοιος με κάποιον, [[παίρνω]] τη [[μορφή]] κάποιου («εἰκόνα κατὰ [[πάντα]], τῷ πατρί παρωμοιωμένην», Ευσ.).
|mltxt=παρομοιῶ, [[παρομοιόω]] ΝΜΑ [[παρόμοιος]]<br />[[θεωρώ]] ή [[παριστάνω]] [[κάτι]] ως όμοιο με [[άλλο]], [[συγκρίνω]], [[παραβάλλω]], [[παρομοιάζω]], [[εικονίζω]] με [[σύγκριση]] (α. «[[επειδή]] ήτο [[κάπως]]... στρογγύλη το [[σώμα]], τὴν παρομοίωσαν με τους χονδρούς κοφίνους», Παπαδ.<br />β. «παρομοιοῦν τινά τινι», Ανών. Γεωγρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[παρομοιοῦμαι]], [[παρομοιόομαι]]<br />[[γίνομαι]] όμοιος με κάποιον, [[παίρνω]] τη [[μορφή]] κάποιου («εἰκόνα κατὰ [[πάντα]], τῷ πατρί παρωμοιωμένην», Ευσ.).
}}
{{ls
|lstext='''παρομοιόω''': [[κάμνω]] τι ὅμοιον, ἀφομοιῶ, [[ἐπεὶ]] οὐ δύναται τοῦτο παρομοιῶσαι ἑαυτῷ ὁ ἀνὴρ Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 2, 15· - Παθ., [[αὐτόθι]] 1. 4, 2, Εὐσ. κλ.
}}
}}

Revision as of 18:23, 10 September 2024

Léxico de magia

en v. med. tomar la forma de c. dat. διακόνησόν μοι καὶ ἀπάγγειλον ἀεὶ, ὅτι ἄν σοι εἴπω, ... παρομοιούμενος θεῷ (ἢ θεᾷ) οἵῳ ἂν σέβωνται οἱ ἄνδρες sírveme y anúnciame siempre lo que te diga, tomando la forma del dios (o diosa) que adoren los hombres P XII 41 P XII 83

Spanish

tomar la forma de

Greek Monolingual

παρομοιῶ, παρομοιόω ΝΜΑ παρόμοιος
θεωρώ ή παριστάνω κάτι ως όμοιο με άλλο, συγκρίνω, παραβάλλω, παρομοιάζω, εικονίζω με σύγκριση (α. «επειδή ήτο κάπως... στρογγύλη το σώμα, τὴν παρομοίωσαν με τους χονδρούς κοφίνους», Παπαδ.
β. «παρομοιοῦν τινά τινι», Ανών. Γεωγρ.)
αρχ.
παθ. παρομοιοῦμαι, παρομοιόομαι
γίνομαι όμοιος με κάποιον, παίρνω τη μορφή κάποιου («εἰκόνα κατὰ πάντα, τῷ πατρί παρωμοιωμένην», Ευσ.).