παρομοιόω

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρομοιόω Medium diacritics: παρομοιόω Low diacritics: παρομοιόω Capitals: ΠΑΡΟΜΟΙΟΩ
Transliteration A: paromoióō Transliteration B: paromoioō Transliteration C: paromoioo Beta Code: paromoio/w

English (LSJ)

compare, describe by a comparison, τινά τινι Anon. Geog.Comp.53, Philum. Ven.35.1, Dion.Byz.109: —Pass., παρομοιοῦμαι = assume the form of, θεῷἢθεᾷ PMag.Leid.V.2.2.

German (Pape)

[Seite 526] fast ähnlich machen, pass. fast ähnlich sein, Poll. 9, 131 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

παρομοιόω: делать сходным, уподоблять (τινί τι Arst.).

Léxico de magia

en v. med. tomar la forma de c. dat. διακόνησόν μοι καὶ ἀπάγγειλον ἀεὶ, ὅτι ἄν σοι εἴπω, ... παρομοιούμενος θεῷ (ἢ θεᾷ) οἵῳ ἂν σέβωνται οἱ ἄνδρες sírveme y anúnciame siempre lo que te diga, tomando la forma del dios (o diosa) que adoren los hombres P XII 41 P XII 83

Spanish

tomar la forma de

Greek Monolingual

παρομοιῶ, παρομοιόω ΝΜΑ παρόμοιος
θεωρώ ή παριστάνω κάτι ως όμοιο με άλλο, συγκρίνω, παραβάλλω, παρομοιάζω, εικονίζω με σύγκριση (α. «επειδή ήτο κάπως... στρογγύλη το σώμα, τὴν παρομοίωσαν με τους χονδρούς κοφίνους», Παπαδ.
β. «παρομοιοῦν τινά τινι», Ανών. Γεωγρ.)
αρχ.
παθ. παρομοιοῦμαι, -όομαι
γίνομαι όμοιος με κάποιον, παίρνω τη μορφή κάποιου («εἰκόνα κατὰ πάντα, τῷ πατρί παρωμοιωμένην», Ευσ.).

Greek (Liddell-Scott)

παρομοιόω: κάμνω τι ὅμοιον, ἀφομοιῶ, ἐπεὶ οὐ δύναται τοῦτο παρομοιῶσαι ἑαυτῷ ὁ ἀνὴρ Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 2, 15· - Παθ., αὐτόθι 1. 4, 2, Εὐσ. κλ.