στειλιάρι: Difference between revisions
From LSJ
lsj>Spiros mNo edit summary |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
Latest revision as of 09:48, 7 October 2024
Greek Monolingual
στειλιάρι, το / στειλιάριον, ΝΜ, και στελιάρι Ν στε(ι)λεά / στε(ι)λε(ι)ός
1. ο στειλεός
2. ξύλινο χοντρό ραβδί, ρόπαλο
νεοελλ.
1. μτφ. άνθρωπος άξεστος και ανόητος, κούτσουρο
2. φρ. α) «του 'δωσε στειλιάρι» — τον έδειρε πολύ, τον ξυλοκόπησε άγρια
β) «θέλει στειλιάρι» — του χρειάζεται γερό ξυλοκόπημα, πρέπει να τον δείρουν πολύ.