μύξων: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μύξων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] ψαριού, πιθ. το [[ψάρι]] [[μύλλος]] ο [[φαιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύξα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i>. Το [[ψάρι]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της γλοιώδους υφής του (<b>πρβλ.</b> λατ. | |mltxt=[[μύξων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] ψαριού, πιθ. το [[ψάρι]] [[μύλλος]] ο [[φαιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύξα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i>. Το [[ψάρι]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της γλοιώδους υφής του (<b>πρβλ.</b> λατ. [[mungo]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 05:29, 16 October 2024
English (LSJ)
ωνος, ὁ, a kind of grey mullet, Mugil saliens or Mugil auratus, Arist.HA570b2, 543b15 (cf. μύξος, myxon).
German (Pape)
[Seite 218] ωνος, ὁ, = μύξινος, Arist. H. A. 6, 17. S. auch μύξος.
Russian (Dvoretsky)
μύξων: ωνος ὁ предполож. кефаль или угорь Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μύξων: -ωνος, ὁ, εἶδος ἰχθύος, = χελών, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 3· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ αὐτοῦ, αὐτόθι 5. 11, 3 (ἔνθα τινὰ τῶν Ἀντιγράφ. ἔχουσι σμύξων, καὶ ὁ Ἀθήν. 306F μύξος).
Greek Monolingual
μύξων, -ωνος, ὁ (Α)
είδος ψαριού, πιθ. το ψάρι μύλλος ο φαιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + κατάλ. -ων. Το ψάρι ονομάστηκε έτσι λόγω της γλοιώδους υφής του (πρβλ. λατ. mungo)].