ἐϋκνήμις: Difference between revisions
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyknimis | |Transliteration C=eyknimis | ||
|Beta Code=e)u+knh/mis | |Beta Code=e)u+knh/mis | ||
|Definition=ῑδος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[well-greaved]], freq. in nom. and acc. pl. [[ἐϋκνήμιδες]], [[ἐϋκνήμιδας]], in Il. always [[epithet]] of Ἀχαιοί 1.17, al.; in Od. also of [[ἑταῖροι]], 2.402, 9.550: gen. sg. as fem., | |Definition=ῑδος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[well-greaved]], freq. in nom. and acc. pl. [[ἐϋκνήμιδες]], [[ἐϋκνήμιδας]], in Il. always [[epithet]] of Ἀχαιοί 1.17, al.; in Od. also of [[ἑταῖροι]], 2.402, 9.550: gen. sg. as fem., <b class="b3">ἐϋκνήμῑδος Ἰτώνης</b> Poet. ap. ''EM''519.1.<br><span class="bld">II</span> [[with goodly spokes]], ἀπήνη [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 7.140. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 13:30, 18 October 2024
English (LSJ)
ῑδος, ὁ, ἡ,
A well-greaved, freq. in nom. and acc. pl. ἐϋκνήμιδες, ἐϋκνήμιδας, in Il. always epithet of Ἀχαιοί 1.17, al.; in Od. also of ἑταῖροι, 2.402, 9.550: gen. sg. as fem., ἐϋκνήμῑδος Ἰτώνης Poet. ap. EM519.1.
II with goodly spokes, ἀπήνη Nonn. D. 7.140.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
aux belles bottines, aux beaux jambarts.
Étymologie: εὖ, κνῆμις.
German (Pape)
[ῑ], ep. = εὐκνήμις.
Russian (Dvoretsky)
ἐϋκνήμῑς: ῑδος adj. κνημίς с красивыми наголенниками, «пышнопоножий», по друг. κνήμη с красивыми голенями (Ἀχαιοί Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐϋκνήμῑς: ῑδος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὰς κνημῖδας, καθόλου εὔοπλος, συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ἐϋκνήμῑδες, ἐϋκνήμῑδας, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν Ἀχαιῶν, ἐν δὲ τῇ Ὀδ. καὶ τῶν ἑταίρων, ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι Β. 402, Ι. 550. ΙΙ. ἔχουσα ὡραίας ἀκτῖνας ἐν τοῖς τροχοῖς, ἀπήνη Νόνν. Δ. 7. 140.
Greek Monolingual
ἐϋκνήμις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ωραίες περικνημίδες (α. «ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.
β. «ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι», Ομ. Οδ.)
2. (κατ' επέκτ.) ο καλά οπλισμένος
3. (για άμαξες κ.λπ.) αυτός που έχει ωραίες ακτίνες στους τροχούς («ἐϋκνήμις ἀπήνη» — άμαξα με ωραίες ακτίνες, Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + -κνημις (< κνήμη), πρβλ. αλικνήμης, δασυκνήμης].
Greek Monotonic
ἐϋκνήμῑς: -ῖδος, ἡ, καλά εξοπλισμένος με περικνημίδες, πάνοπλος, Επικ. ονομ. και αιτ. πληθ. ἐυκνημῖδες, -ῖδας, σε Όμηρ.