испытывать: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(DvTab) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐφοράω]], [[ἀμφιέπω]], [[ἀπολαύω]], [[συνεκφέρω]], [[ἀποπειράω]], [[διαπειράω]], [[ἐκπειράζω]], [[καταπειράζω]], [[βασανίζω]], [[ἐξελέγχω]], [[ἀνερευνάω]], [[ἐπαυρίσκω]], [[συνδοκιμάζω]], [[ἁφάω]], [[ἀναπειράομαι]], [[ἐκπειράομαι]], [[παραπειράομαι]], [[διελέγχω]], [[δοκιμάζω]], [[διακωδωνίζω]], [[ἐξετάζω]], [[ἐρεείνω]], [[ἴσχω]], [[διαχράομαι]], [[κρίνω]], [[ἱστορέω]], [[ἐλέγχω]], [[πειράω]], [[ὑπέχω]], [[κρούω]] | |rueltext=[[ἐφοράω]], [[ἀμφιέπω]], [[ἀπολαύω]], [[συνεκφέρω]], [[ἀποπειράω]], [[διαπειράω]], [[ἐκπειράζω]], [[καταπειράζω]], [[βασανίζω]], [[ἐξελέγχω]], [[ἀνερευνάω]], [[ἐπαυρίσκω]], [[συνδοκιμάζω]], [[ἁφάω]], [[ἀναπειράομαι]], [[ἐκπειράομαι]], [[παραπειράομαι]], [[διελέγχω]], [[δοκιμάζω]], [[διακωδωνίζω]], [[ἐξετάζω]], [[ἐρεείνω]], [[ἴσχω]], [[διαχράομαι]], [[κρίνω]], [[ἱστορέω]], [[ἐλέγχω]], [[πειράω]], [[ὑπέχω]], [[κρούω]], [[πέσσω]], [[πέττω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 21 October 2024
Russian > Greek
ἐφοράω, ἀμφιέπω, ἀπολαύω, συνεκφέρω, ἀποπειράω, διαπειράω, ἐκπειράζω, καταπειράζω, βασανίζω, ἐξελέγχω, ἀνερευνάω, ἐπαυρίσκω, συνδοκιμάζω, ἁφάω, ἀναπειράομαι, ἐκπειράομαι, παραπειράομαι, διελέγχω, δοκιμάζω, διακωδωνίζω, ἐξετάζω, ἐρεείνω, ἴσχω, διαχράομαι, κρίνω, ἱστορέω, ἐλέγχω, πειράω, ὑπέχω, κρούω, πέσσω, πέττω