Ῥόδιος: Difference between revisions
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Rodios | |Transliteration C=Rodios | ||
|Beta Code=*(ro/dios | |Beta Code=*(ro/dios | ||
|Definition=α, ον, ([[Ῥόδος]]) [[Rhodian]], of or | |Definition=α, ον, ([[Ῥόδος]]) [[Rhodian]], [[of Rhodes]] or [[from Rhodes]], Il.2.654, etc.; [[Ῥοδία τέχνη]] the art of [[painting]], Anacreont.15.3; ἡ Ῥόδιος (''[[sc.]]'' [[χώρα]]) Str.2.4.3, etc.; [[Ῥοδία]] (''[[sc.]]'' [[δραχμή]]) [[Rhodian drachma]], Roussel ''Cultes Egyptiens'' p.236 (Delos, ii B.C.), ''Inscr.Délos'' 442 ''B''204 (pl., ii B.C.): [[Ῥόδια]], τά, a kind of [[shoe]]s, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: [[Ῥόδιον]], τό, ''[[sc.]]'' [[μέτρον]], ''Ostr.Bodl.''iii 369, ''Ostr.Strassb.''615-617 (ii A.D.), ''Ostr.''i p.765:—cf. [[Ῥοδιακός]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de Rhodes, | |btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />[[de Rhodes]], [[rhodien]] ; ἡ Ῥοδία, l'île et la contrée de Rhodes ; οἱ Ῥόδιοι, les Rhodiens.<br />'''Étymologie:''' [[Ῥόδος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ῥόδιος''': -α, -ον, ([[Ῥόδος]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Ρόδον ἢ ὁ ἐκ Ρόδου, Ἰλ. Β. 654, Ξεν., κτλ.· Ῥοδίᾳ [[τέχνη]], ἡ [[τέχνη]] ἡ ζωγραφική, Mehlhorn εἰς Ἀνακρ. 15. 3, πρβλ. σ. 248· ― ἡ Ῥοδία (ἐξυπ. [[χώρα]]) Στράβ. 651, κτλ.· ― Ῥόδια, τά, [[εἶδος]] ὑποδημάτων ἀνδρικῶν, Ἡσύχ.· ― πρβλ. [[Ῥοδιακός]]. | |lstext='''Ῥόδιος''': -α, -ον, ([[Ῥόδος]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Ρόδον ἢ ὁ ἐκ Ρόδου, Ἰλ. Β. 654, Ξεν., κτλ.· Ῥοδίᾳ [[τέχνη]], ἡ [[τέχνη]] ἡ ζωγραφική, Mehlhorn εἰς Ἀνακρ. 15. 3, πρβλ. σ. 248· ― ἡ Ῥοδία (ἐξυπ. [[χώρα]]) Στράβ. 651, κτλ.· ― Ῥόδια, τά, [[εἶδος]] ὑποδημάτων ἀνδρικῶν, Ἡσύχ.· ― πρβλ. [[Ῥοδιακός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:41, 25 October 2024
English (LSJ)
α, ον, (Ῥόδος) Rhodian, of Rhodes or from Rhodes, Il.2.654, etc.; Ῥοδία τέχνη the art of painting, Anacreont.15.3; ἡ Ῥόδιος (sc. χώρα) Str.2.4.3, etc.; Ῥοδία (sc. δραχμή) Rhodian drachma, Roussel Cultes Egyptiens p.236 (Delos, ii B.C.), Inscr.Délos 442 B204 (pl., ii B.C.): Ῥόδια, τά, a kind of shoes, Hsch.: Ῥόδιον, τό, sc. μέτρον, Ostr.Bodl.iii 369, Ostr.Strassb.615-617 (ii A.D.), Ostr.i p.765:—cf. Ῥοδιακός.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
de Rhodes, rhodien ; ἡ Ῥοδία, l'île et la contrée de Rhodes ; οἱ Ῥόδιοι, les Rhodiens.
Étymologie: Ῥόδος.
Russian (Dvoretsky)
Ῥόδιος: II ὁ родосец Thuc.
родосский Hom.
Greek (Liddell-Scott)
Ῥόδιος: -α, -ον, (Ῥόδος) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Ρόδον ἢ ὁ ἐκ Ρόδου, Ἰλ. Β. 654, Ξεν., κτλ.· Ῥοδίᾳ τέχνη, ἡ τέχνη ἡ ζωγραφική, Mehlhorn εἰς Ἀνακρ. 15. 3, πρβλ. σ. 248· ― ἡ Ῥοδία (ἐξυπ. χώρα) Στράβ. 651, κτλ.· ― Ῥόδια, τά, εἶδος ὑποδημάτων ἀνδρικῶν, Ἡσύχ.· ― πρβλ. Ῥοδιακός.