πλωάς: Difference between revisions

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, \(\[\[(.*?)\]\]\)<\/b>" to ", ($1)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ploas
|Transliteration C=ploas
|Beta Code=plwa/s
|Beta Code=plwa/s
|Definition=πλωάδος, ἡ, ([[πλώω]]) = [[πλώουσα]], [[sailing]] or [[floating about]], ὄρνιθες A.R.2.1053 (''EM''731.40, but [[πλωίδας]] codd.):—also [[πλωϊάδες]] νεφέλαι [[Theophrastus]] ap. Plu.2.292c; αἱ πλωάδες [[νῆσοι]] ([[πλοάδες]] codd.) [[floating]] islands in Lake Copais, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.10.2, 4.12.4.
|Definition=πλωάδος, ἡ, ([[πλώω]]) = [[πλώουσα]], [[sailing]] or [[floating about]], ὄρνιθες A.R.2.1053 (''EM''731.40, but [[πλωίδας]] codd.):—also [[πλωϊάδες]] νεφέλαι [[Theophrastus|Thphr.]] ap. Plu.2.292c; αἱ πλωάδες [[νῆσοι]] ([[πλοάδες]] codd.) [[floating]] islands in Lake Copais, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.10.2, 4.12.4.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:34, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλωάς Medium diacritics: πλωάς Low diacritics: πλωάς Capitals: ΠΛΩΑΣ
Transliteration A: plōás Transliteration B: plōas Transliteration C: ploas Beta Code: plwa/s

English (LSJ)

πλωάδος, ἡ, (πλώω) = πλώουσα, sailing or floating about, ὄρνιθες A.R.2.1053 (EM731.40, but πλωίδας codd.):—also πλωϊάδες νεφέλαι Thphr. ap. Plu.2.292c; αἱ πλωάδες νῆσοι (πλοάδες codd.) floating islands in Lake Copais, Thphr. HP 4.10.2, 4.12.4.

German (Pape)

[Seite 639] ἡ, = πλώουσα, Sp., die schwimmende, herumirrende, unstäte, νεφέλη, s. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πλωάς: -άδος, ἡ, (πλώω) = πλώουσα, ἡ πλέουσα ἢ ἐπιπλέουσα, ὄρνιθες Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1054 (ἴδε ἐν λ. πτωκάς)· οὕτω, πλωϊάδες νεφέλαι Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 292C· αἱ πλοάδες νῆσοι (ἀναγν. πλωάδες), αἱ τῶν Ἁρπυιῶν νῆσοι ἐν τῷ Αἰγαίῳ, αἱ μετὰ ταῦτα κληθεῖσαι Στροφάδες, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 2., 4. 12, 4.

Greek Monolingual

και πλωϊάς, -άδος, ἡ, Α
1. αυτή που πλέει, η επιπλέουσα
2. αυτή που ταξιδεύει, η περιπλανώμενη
3. (ως κύριο ὁν.) Πλωάς ή Πλωϊάς
ονομασία του αστερισμού Μεγάλη Άρκτος
4. φρ. α) «πλωϊάδες νεφέλαι» — περιφερόμενα σύννεφα
β) «πλωάδες νῆσοι» — τα νησιά όπου κατοικούσαν οι Άρπυιες, οι Στροφάδες Νήσοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλω- του πλώω «πλέω» + επίθημα -(ι)άς (πρβλ. λειμωνιάς)].