πυκνόστυλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πυκνόστῡλος''': -ον, ὁ ἔχων τοὺς στύλους πλησίον [[ἀλλήλων]], δηλαδὴ εἰς ἀπόστασιν 1 ½ διαμέτρου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀραιόστυλος]], Βιτρούβ. 3. 3.
|lstext='''πυκνόστῡλος''': -ον, ὁ ἔχων τοὺς στύλους πλησίον [[ἀλλήλων]], δηλαδὴ εἰς ἀπόστασιν διαμέτρου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀραιόστυλος]], Βιτρούβ. 3. 3.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πυκνόστυλος]], -ον, ΝΑ<br />(για αρχαία περίστυλα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα) αυτός που έχει πυκνούς τους στύλους, [[δηλαδή]] σε [[απόσταση]] 1½ διαμέτρου [[μεταξύ]] τους, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αραιόστυλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκνός]] <span style="color: red;">+</span> [[στύλος]] ([[πρβλ]]. [[αραιόστυλος]])].
|mltxt=-η, -ο / [[πυκνόστυλος]], -ον, ΝΑ<br />(για αρχαία περίστυλα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα) αυτός που έχει πυκνούς τους στύλους, [[δηλαδή]] σε [[απόσταση]] 1½ διαμέτρου [[μεταξύ]] τους, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αραιόστυλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκνός]] <span style="color: red;">+</span> [[στύλος]] ([[πρβλ]]. [[αραιόστυλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:26, 22 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνόστῡλος Medium diacritics: πυκνόστυλος Low diacritics: πυκνόστυλος Capitals: ΠΥΚΝΟΣΤΥΛΟΣ
Transliteration A: pyknóstylos Transliteration B: pyknostylos Transliteration C: pyknostylos Beta Code: pukno/stulos

English (LSJ)

πυκνόστυλον, pycnostyle, with the pillars close together, i.e. at a distance of 1½ diameters, opp. ἀραιόστυλος, Vitr.3.3.1.

German (Pape)

[Seite 816] mit dichten, dichtstehenden od. vielen Säulen, Vitruv. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόστῡλος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς στύλους πλησίον ἀλλήλων, δηλαδὴ εἰς ἀπόστασιν 1½ διαμέτρου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀραιόστυλος, Βιτρούβ. 3. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο / πυκνόστυλος, -ον, ΝΑ
(για αρχαία περίστυλα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα) αυτός που έχει πυκνούς τους στύλους, δηλαδή σε απόσταση 1½ διαμέτρου μεταξύ τους, σε αντιδιαστολή προς τον αραιόστυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + στύλος (πρβλ. αραιόστυλος)].