κατακλάω: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(13_7_1) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1353.png Seite 1353]] = [[κατακλαίω]], att. (s. [[κλάω]]), zerbrechen, zerknicken; ἐπὶ ἀνθερίκων καρπὸν θέον οὐδὲ κατέκλων Il. 20, 227; κατεκλάσθη δ' ἐνὶ καυλῷ [[ἔγχος]] 13, 608; κατέκλασε γὰρ ἐντέων [[σθένος]] [[οὐδέν]] Pind. P. 5, 32; τὰ δόρατα κατέκλων Her. 9, 60; αὐχένα ἐπὶ γαίης, niederbeugen, Thuc. 25, 147. – Häufig übertr., αὐτὰρ ἔμοιγε κατεκλάσθη φίλον [[ἦτορ]] Od. 4, 538, mein Herz wurde gebrochen, vgl. 9, 256. 10, 198. 12, 277; οὐδὲ κατεκλάσθης τε καὶ ᾤκτισας Callim. Del. 107; a. sp. D. So ist auch bei Plat. οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε τῶν παρόντων, er erschütterte, rührte Jeden, Phaed. 117 d richtige Lesart für κατέκλαυσε, was »zu Thränen bringen« heißen sollte; κατέκλασε καὶ συνέτριψεν αὐτῷ τὴν διάνοιαν Plut. Timol. 4. – Auch = schwächen, Eur. Cycl. 766 u. Sp.; brechen, τὸ [[θράσος]] κατακέκλαστο Plut. Fab. 11; τὸ σοβαρόν amat. 21; von der Stimme, im Ggstz von ἀνακλᾶν, sie tiefer machen, Luc. salt. 27; bei Hippocr. κατακλώμεναι φωναί, gebrochene Stimme. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1353.png Seite 1353]] = [[κατακλαίω]], att. (s. [[κλάω]]), zerbrechen, zerknicken; ἐπὶ ἀνθερίκων καρπὸν θέον οὐδὲ κατέκλων Il. 20, 227; κατεκλάσθη δ' ἐνὶ καυλῷ [[ἔγχος]] 13, 608; κατέκλασε γὰρ ἐντέων [[σθένος]] [[οὐδέν]] Pind. P. 5, 32; τὰ δόρατα κατέκλων Her. 9, 60; αὐχένα ἐπὶ γαίης, niederbeugen, Thuc. 25, 147. – Häufig übertr., αὐτὰρ ἔμοιγε κατεκλάσθη φίλον [[ἦτορ]] Od. 4, 538, mein Herz wurde gebrochen, vgl. 9, 256. 10, 198. 12, 277; οὐδὲ κατεκλάσθης τε καὶ ᾤκτισας Callim. Del. 107; a. sp. D. So ist auch bei Plat. οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε τῶν παρόντων, er erschütterte, rührte Jeden, Phaed. 117 d richtige Lesart für κατέκλαυσε, was »zu Thränen bringen« heißen sollte; κατέκλασε καὶ συνέτριψεν αὐτῷ τὴν διάνοιαν Plut. Timol. 4. – Auch = schwächen, Eur. Cycl. 766 u. Sp.; brechen, τὸ [[θράσος]] κατακέκλαστο Plut. Fab. 11; τὸ σοβαρόν amat. 21; von der Stimme, im Ggstz von ἀνακλᾶν, sie tiefer machen, Luc. salt. 27; bei Hippocr. κατακλώμεναι φωναί, gebrochene Stimme. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατακλάω''': ᾱ, Ἀττ. ἀντὶ [[κατακλαίω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:12, 5 August 2017
English (LSJ)
(A) [ᾱ], Att. for κατακλαίω (q.v.).
κατακλάω (B) [ᾰ], impf.
A κατέκλων Il.20.227, Hdt.9.62: aor. 1 -έκλᾰσα Pl.Phd.117d:—Pass., pf. and aor. (v. infr.):—break short, snap off, ἐπ' ἀνθερίκων καρπὸν θέον οὐδὲ κατέκλων Il.l.c.; κατεκλάσθη δ' ἐνὶ καυλῷ ἔγχος 13.608; τὰ δόρατα κατέκλων Hdt. l.c., cf. Pi.P.5.34; φυτευτήρια ἐλαῶν D.53.15; κατὰ δ' αὐχένα νέρθ' ἐπὶ γαίης κλάσσε bowed it down, Theoc.25.146; κ. τὸν ὀφθαλμόν ogle, Phryn.PSp.79 B.; but ὄμματα κατακεκλασμένα eyes with drooping lids, Arist.Phgn. 808a8; τὸ σῶμα . . -κέκλασται has been crushed, PMasp.77.12 (vi A.D.). II metaph., break down, οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε he broke us all down, Pl.Phd.l.c.; πάθος, εἴτ' οἶκτος εἴτ' αἰδώς, κατέκλασε τὴν διάνοιαν Plu.Tim.7; [Ἔρως] κατακλάσας τὸ σοβαρόν Id.2.767f:—more freq. in Pass., ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ, κλαῖον δ' ἐν ψαμάθοισι καθήμενος Od.4.538; of fear, ἡμῖν δ' αὖτε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ δεισάντων 9.256, cf. 10.198; τὸ θράσος κατεκέκλαστο Plu. Fab.11; of passion, ἐρώτων . . νόσῳ φρένας . . κατεκλάσθη E.Hipp.766 (lyr.); of pity, οὐδὲ κατεκλάσθης Call.Del.107; of persuasion, D.L. 7.114. 2 Pass., κατακεκλασμένος reduced by fever, Hp.Coac.510: metaph., of character, to become enfeebled, degenerate, Aristeas 149: in pf. part. Pass., enervated, effeminate, of men, Com.Adesp.339.2; γραφαὶ κ. D.H.Comp.18:—Act., κ. ἑαυτόν, of an effeminate dancer, Luc.Symp.18, Salt.27. III Pass., of light, to be refracted, opp. ἀνακλᾶσθαι (to be reflected), ὄψεως -κλωμένης Placit.3.18.1; of sound, αἱ κατακλώμεναι φωναὶ μετὰ φαρμακείην broken, feeble voice, Hp. Coac.246.
German (Pape)
[Seite 1353] = κατακλαίω, att. (s. κλάω), zerbrechen, zerknicken; ἐπὶ ἀνθερίκων καρπὸν θέον οὐδὲ κατέκλων Il. 20, 227; κατεκλάσθη δ' ἐνὶ καυλῷ ἔγχος 13, 608; κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν Pind. P. 5, 32; τὰ δόρατα κατέκλων Her. 9, 60; αὐχένα ἐπὶ γαίης, niederbeugen, Thuc. 25, 147. – Häufig übertr., αὐτὰρ ἔμοιγε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ Od. 4, 538, mein Herz wurde gebrochen, vgl. 9, 256. 10, 198. 12, 277; οὐδὲ κατεκλάσθης τε καὶ ᾤκτισας Callim. Del. 107; a. sp. D. So ist auch bei Plat. οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε τῶν παρόντων, er erschütterte, rührte Jeden, Phaed. 117 d richtige Lesart für κατέκλαυσε, was »zu Thränen bringen« heißen sollte; κατέκλασε καὶ συνέτριψεν αὐτῷ τὴν διάνοιαν Plut. Timol. 4. – Auch = schwächen, Eur. Cycl. 766 u. Sp.; brechen, τὸ θράσος κατακέκλαστο Plut. Fab. 11; τὸ σοβαρόν amat. 21; von der Stimme, im Ggstz von ἀνακλᾶν, sie tiefer machen, Luc. salt. 27; bei Hippocr. κατακλώμεναι φωναί, gebrochene Stimme.
Greek (Liddell-Scott)
κατακλάω: ᾱ, Ἀττ. ἀντὶ κατακλαίω.