καταχθής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(13_2)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1391.png Seite 1391]] ές, belastet womit, τινός, z. B. πρῖνοι καρποῖο καταχθέες Arat. 1044; absol., Nic. Al. 322. Bei Nonn. 40, 517 [[λᾶας]], lastend, schwer.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1391.png Seite 1391]] ές, belastet womit, τινός, z. B. πρῖνοι καρποῖο καταχθέες Arat. 1044; absol., Nic. Al. 322. Bei Nonn. 40, 517 [[λᾶας]], lastend, schwer.
}}
{{ls
|lstext='''κᾰταχθής''': -ές, ([[ἄχθος]]) [[κατάφορτος]], [[πλήρης]] ἔκ τινος, πρῖνοι καρποῖο κατ. Ἄρατ. 1044˙ καὶ ἀπολύτ., γαστὴρ κατ., πεπληρωμένη, Νικ. Ἀλ. 322˙ λᾶαν κ., βαρύν, Νόνν. Δ. 40. 517.
}}
}}

Revision as of 09:17, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχθής Medium diacritics: καταχθής Low diacritics: καταχθής Capitals: ΚΑΤΑΧΘΗΣ
Transliteration A: katachthḗs Transliteration B: katachthēs Transliteration C: katachthis Beta Code: kataxqh/s

English (LSJ)

ές, (ἄχθος)

   A loaded with, καρποῖο Arat.1044; laden, surcharged, γαστήρ Nic.Al. 322.    II heavy, λᾶαν Nonn.D.40.517.

German (Pape)

[Seite 1391] ές, belastet womit, τινός, z. B. πρῖνοι καρποῖο καταχθέες Arat. 1044; absol., Nic. Al. 322. Bei Nonn. 40, 517 λᾶας, lastend, schwer.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰταχθής: -ές, (ἄχθος) κατάφορτος, πλήρης ἔκ τινος, πρῖνοι καρποῖο κατ. Ἄρατ. 1044˙ καὶ ἀπολύτ., γαστὴρ κατ., πεπληρωμένη, Νικ. Ἀλ. 322˙ λᾶαν κ., βαρύν, Νόνν. Δ. 40. 517.