Ἀσιάρχης: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(13_2) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0370.png Seite 370]] ὁ, der Asiarch, der Oberpriester in der Provinz Asien unter der Herrschaft der Römer, Strab. 14; Act. Ap. 19, 31; Euseb. hist. ev. 4, 15. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0370.png Seite 370]] ὁ, der Asiarch, der Oberpriester in der Provinz Asien unter der Herrschaft der Römer, Strab. 14; Act. Ap. 19, 31; Euseb. hist. ev. 4, 15. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''Ἀσιάρχης''': -ου, ὁ, ἄρχων τῆς Ἀσίας· ἑκάστη [[πόλις]] τῆς ἀνθυπατικῆς ἐπαρχίας τῆς Ἀσίας ἐξέλεγεν ἕνα ἐκ τῶν ἐντιμοτάτων καὶ πλουσιωτάτων πολιτῶν αὐτῆς [[ὅπως]] προεδρεύσῃ εἰς τοὺς κατ’ ἐκεῖνο τὸ [[ἔτος]] γενησομένους ἀγῶνας εἰς τιμὴν τῶν θεῶν καὶ τοῦ αὐτοκράτορος τῶν Ρωμαίων. Ἑκάστη [[πόλις]] ἤγγελλε τὸν ἐκλεχθέντα εἰς τὸ κοινὸν τῆς Ἀσίας, [[ὅπερ]] συνήρχετο ἐν Ἐφέσῳ, ἢ Σμύρνῃ ἢ ἐν Σάρδεσι. Τὸ κοινὸν ἐξέλεγεν ἐκ πάντων τούτων [[δέκα]] οὓς ἐξέπεμπεν εἰς τὸν ἀνθύπατον, [[οὗτος]] δὲ ἐξέλεγεν ἕνα ἐξ αὐτῶν [[ὅπως]] προεδρεύσῃ ἐπὶ τῶν ἄλλων. Τοῦτο ἐξηγεῖ πῶς ἐν ταῖς Πράξ. τῶν Ἀποστ. ἀναφέρονται πολλοὶ Ἀσιάρχαι, ἐνῷ ὁ Εὐσέβ. ἀναφέρει μόνο ἕνα, Στράβ. 649, Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄ 31, Μαρτύρ. Πολυκάρπ. 1037Β (= 1045Α ἀρχιερεὺς) Συλλ. Ἐπιγρ. 2511. 2912, κ. ἀλλ.· Ἀσ. ναῶν τῶν ἐν Ἐφέσῳ 2464· - [[ὡσαύτως]] Ἀσίαρχος, [[μετὰ]] τοῦ ῥήματος -αρχέω, 2990a, πρβλ. 3504, ἴδε Ramsay ἐν Amer. Inst. 1. σ. 103. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:22, 5 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A an Asiarch, priest of the Imperial cult in the province of Asia, Str.14.1.42, Act.Ap.19.31, IG12(3).531, 14.2405, etc.; Ἀ. ναῶν τῶν ἐν Ἐφέσῳ OGI525.8 (Halic.):—hence Ἀσι-αρχέω, BMus.Inscr.481*.240 (Ephesus, ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 370] ὁ, der Asiarch, der Oberpriester in der Provinz Asien unter der Herrschaft der Römer, Strab. 14; Act. Ap. 19, 31; Euseb. hist. ev. 4, 15.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀσιάρχης: -ου, ὁ, ἄρχων τῆς Ἀσίας· ἑκάστη πόλις τῆς ἀνθυπατικῆς ἐπαρχίας τῆς Ἀσίας ἐξέλεγεν ἕνα ἐκ τῶν ἐντιμοτάτων καὶ πλουσιωτάτων πολιτῶν αὐτῆς ὅπως προεδρεύσῃ εἰς τοὺς κατ’ ἐκεῖνο τὸ ἔτος γενησομένους ἀγῶνας εἰς τιμὴν τῶν θεῶν καὶ τοῦ αὐτοκράτορος τῶν Ρωμαίων. Ἑκάστη πόλις ἤγγελλε τὸν ἐκλεχθέντα εἰς τὸ κοινὸν τῆς Ἀσίας, ὅπερ συνήρχετο ἐν Ἐφέσῳ, ἢ Σμύρνῃ ἢ ἐν Σάρδεσι. Τὸ κοινὸν ἐξέλεγεν ἐκ πάντων τούτων δέκα οὓς ἐξέπεμπεν εἰς τὸν ἀνθύπατον, οὗτος δὲ ἐξέλεγεν ἕνα ἐξ αὐτῶν ὅπως προεδρεύσῃ ἐπὶ τῶν ἄλλων. Τοῦτο ἐξηγεῖ πῶς ἐν ταῖς Πράξ. τῶν Ἀποστ. ἀναφέρονται πολλοὶ Ἀσιάρχαι, ἐνῷ ὁ Εὐσέβ. ἀναφέρει μόνο ἕνα, Στράβ. 649, Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄ 31, Μαρτύρ. Πολυκάρπ. 1037Β (= 1045Α ἀρχιερεὺς) Συλλ. Ἐπιγρ. 2511. 2912, κ. ἀλλ.· Ἀσ. ναῶν τῶν ἐν Ἐφέσῳ 2464· - ὡσαύτως Ἀσίαρχος, μετὰ τοῦ ῥήματος -αρχέω, 2990a, πρβλ. 3504, ἴδε Ramsay ἐν Amer. Inst. 1. σ. 103.