οὐρητήρ: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(c1) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0418.png Seite 418]] ῆρος, ὁ, der Pisser, der Uringang; Arist. H. A. 3, 15; Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0418.png Seite 418]] ῆρος, ὁ, der Pisser, der Uringang; Arist. H. A. 3, 15; Medic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''οὐρητήρ''': ῆρος, ὁ,· παρὰ μεταγενεστέροις συγγραφ. = [[οὐρήθρα]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 286, πρβλ. 192Η, καὶ [[οὕτως]], ὡς φαίνεται, ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 15, 1. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. συγγραφ. ὡς ἐν τῇ νεωτέρᾳ ἀνατομικῇ, οἱ οὐρητῆρες, [[εἶναι]] οἱ δύο ἀγωγοὶ οἱ μεταφέροντες τὰ οὖρα ἐκ τῶν νεφρῶν εἰς τὴν κύστιν, Γαλην. Ὅροι Ἰατρ. τ. 19, σ. 363, ξγ΄, ἔκδ. Κūhn. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:29, 5 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, in earlier writers,
A = οὐρήθρα, Hp.Aër.9, Coac.463, Arist.HA519b17, Pr. 895b9. II later, in pl., the ducts which convey the urine from the kidneys into the bladder, Gal.19.363, UP5.5.
German (Pape)
[Seite 418] ῆρος, ὁ, der Pisser, der Uringang; Arist. H. A. 3, 15; Medic.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρητήρ: ῆρος, ὁ,· παρὰ μεταγενεστέροις συγγραφ. = οὐρήθρα, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286, πρβλ. 192Η, καὶ οὕτως, ὡς φαίνεται, ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 15, 1. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. συγγραφ. ὡς ἐν τῇ νεωτέρᾳ ἀνατομικῇ, οἱ οὐρητῆρες, εἶναι οἱ δύο ἀγωγοὶ οἱ μεταφέροντες τὰ οὖρα ἐκ τῶν νεφρῶν εἰς τὴν κύστιν, Γαλην. Ὅροι Ἰατρ. τ. 19, σ. 363, ξγ΄, ἔκδ. Κūhn.