μεταγιγνώσκω: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(13_6a) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0145.png Seite 145]] (s. [[γιγνώσκω]]), 1) hinterher, später erkennen, einsehen, ἄταν δ' ἀπάτᾳ μεταγνούς, Aesch. Suppl. 103. – 2) seine Meinung, Ansicht, seinen Entschluß ändern, auch bereuen; τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω, Aesch. Ag. 214; [[οὔκουν]] ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι [[πάλιν]], Soph. Phil. 1254; μετέγνων τὰ πρόσθ' εἰρημένα, d. i. widerrufen, Eur. Med. 64, wie τὰ προδεδογμένα Thuc. 3, 40; μεταγνόντα τε καὶ ἐννώσαντα, Her. 1, 86. 7, 15 u. öfter; Andoc. 2, 6; τοῖς δὲ οὐκ ἔστι [[χρόνος]], ἐν ᾡ μεταγνῶναι προσήκει, Plat. Phaedr. 231 a; μετεγνωκὼς τὴν τομήν, Luc. Nero 4; oft Plut.; ἐπί τινι, Hdn. 2, 13, 20. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0145.png Seite 145]] (s. [[γιγνώσκω]]), 1) hinterher, später erkennen, einsehen, ἄταν δ' ἀπάτᾳ μεταγνούς, Aesch. Suppl. 103. – 2) seine Meinung, Ansicht, seinen Entschluß ändern, auch bereuen; τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω, Aesch. Ag. 214; [[οὔκουν]] ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι [[πάλιν]], Soph. Phil. 1254; μετέγνων τὰ πρόσθ' εἰρημένα, d. i. widerrufen, Eur. Med. 64, wie τὰ προδεδογμένα Thuc. 3, 40; μεταγνόντα τε καὶ ἐννώσαντα, Her. 1, 86. 7, 15 u. öfter; Andoc. 2, 6; τοῖς δὲ οὐκ ἔστι [[χρόνος]], ἐν ᾡ μεταγνῶναι προσήκει, Plat. Phaedr. 231 a; μετεγνωκὼς τὴν τομήν, Luc. Nero 4; oft Plut.; ἐπί τινι, Hdn. 2, 13, 20. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μεταγιγνώσκω''': Ἰων. καὶ μεταγεν., -γῑνώσκω· μέλλ. -γνώσομαι· ἀόρ. μετέγνων. Γινώσκω κατόπιν, δηλ.: πολὺ ἀργά, ἄταν... μεταγνοὺς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 110. II. [[μεταβάλλω]] γνώμην, μετανοῶ, ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 40, 86· μετέγνων, [[ἔγνων]] δέ... μετέβαλον γνώμην καὶ ἀπεφάσισα..., ὁ αὐτ. ἐν 7. 15· μεταγνοὺς ὀρθῶς ἂν βουλεύσαιτο Ἀντιφῶν 140. 17, πρβλ. Θουκ. 4. 92, Πλάτ. Φαῖδρ. 231Α· [[οὔκουν]] ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι [[πάλιν]]; Σοφ. Φιλ. 1270. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[μεταβάλλω]] γνώμην ἢ [[φρόνημα]] [[περί]] τινος πράγματος, μετανοῶ διά τι, μετέγνων καὶ τὰ πρόσθ’ εἰρημένα Εὐρ. Μήδ. 64· μ. τὰ προδεδογμένα, [[μεταβάλλω]], τροποποιῶ, ἀλλοιῶ προηγουμένην ἀπόφασιν, Θουκ. 3. 40 πρβλ. Λουκ. Νέρωνα 4. 3) μετ’ ἀπαρ., [[μεταβάλλω]] τὴν γνώμην μου καὶ [[πράττω]] τι διάφορον, τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω Αἰσχύλ. Ἀγ. 221· ἐν δὲ τῇ ὑστεραίᾳ μετέγνωσαν Κερκυραίοις ξυμμαχίαν μὲν μὴ ποιήσασθαι Θουκ. 1. 44· μετ. ὡς..., [[μεταβάλλω]] γνώμην καὶ [[νομίζω]] ὅτι..., Ξεν. Κύρ. 5. 5, 40· πρβλ. [[μεταβουλεύω]] ΙΙ, [[μεταλαμβάνω]] ΙΙΙ, [[μετανοέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:31, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion. and later Μεταγειτν-γῑνώσκω, fut. -γνώσομαι: aor. μετέγνων:—
A find out after, i. e. too late, ἄταν . . μεταγνούς dub. in A. Supp.111 (lyr.). II change one's mind, repent, abs., Hdt.1.40, 86; μετέγνων, ἔγνων δὲ . . changed my mind and determined... Id.7.15; μεταγνοὺς ἂν ὀρθῶς βουλεύσαιτο Antipho 5.91, cf. Th.4.92, Pl.Phdr. 231a, Lys.19.53, D.18.153, etc.; οὔκουν ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι πάλιν; S.Ph.1270. 2 c. acc. rei, change one's mind about, repent of, μετέγνων καὶ τὰ πρόσθ' εἰρημένα E.Med.64; μ. τὰ προδεδογμένα alter or repeal a previous decree, Th.3.40, cf. Luc.Ner.4. b c. dat. rei, μ. τῷ φόνῳ Philostr.Ep.16. 3 c. inf., change one's mind so as to do something different, τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω A.Ag.221 (lyr.); ἐν δὲ τῇ ὑστεραίᾳ μετέγνωσαν Κερκυραίοις ξυμμαχίαν μὲν μὴ ποιήσασθαι Th.1.44; μ. ὡς . . change one's mind and think that... X.Cyr.5.5.40.
German (Pape)
[Seite 145] (s. γιγνώσκω), 1) hinterher, später erkennen, einsehen, ἄταν δ' ἀπάτᾳ μεταγνούς, Aesch. Suppl. 103. – 2) seine Meinung, Ansicht, seinen Entschluß ändern, auch bereuen; τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω, Aesch. Ag. 214; οὔκουν ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι πάλιν, Soph. Phil. 1254; μετέγνων τὰ πρόσθ' εἰρημένα, d. i. widerrufen, Eur. Med. 64, wie τὰ προδεδογμένα Thuc. 3, 40; μεταγνόντα τε καὶ ἐννώσαντα, Her. 1, 86. 7, 15 u. öfter; Andoc. 2, 6; τοῖς δὲ οὐκ ἔστι χρόνος, ἐν ᾡ μεταγνῶναι προσήκει, Plat. Phaedr. 231 a; μετεγνωκὼς τὴν τομήν, Luc. Nero 4; oft Plut.; ἐπί τινι, Hdn. 2, 13, 20.
Greek (Liddell-Scott)
μεταγιγνώσκω: Ἰων. καὶ μεταγεν., -γῑνώσκω· μέλλ. -γνώσομαι· ἀόρ. μετέγνων. Γινώσκω κατόπιν, δηλ.: πολὺ ἀργά, ἄταν... μεταγνοὺς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 110. II. μεταβάλλω γνώμην, μετανοῶ, ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 40, 86· μετέγνων, ἔγνων δέ... μετέβαλον γνώμην καὶ ἀπεφάσισα..., ὁ αὐτ. ἐν 7. 15· μεταγνοὺς ὀρθῶς ἂν βουλεύσαιτο Ἀντιφῶν 140. 17, πρβλ. Θουκ. 4. 92, Πλάτ. Φαῖδρ. 231Α· οὔκουν ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι πάλιν; Σοφ. Φιλ. 1270. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., μεταβάλλω γνώμην ἢ φρόνημα περί τινος πράγματος, μετανοῶ διά τι, μετέγνων καὶ τὰ πρόσθ’ εἰρημένα Εὐρ. Μήδ. 64· μ. τὰ προδεδογμένα, μεταβάλλω, τροποποιῶ, ἀλλοιῶ προηγουμένην ἀπόφασιν, Θουκ. 3. 40 πρβλ. Λουκ. Νέρωνα 4. 3) μετ’ ἀπαρ., μεταβάλλω τὴν γνώμην μου καὶ πράττω τι διάφορον, τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω Αἰσχύλ. Ἀγ. 221· ἐν δὲ τῇ ὑστεραίᾳ μετέγνωσαν Κερκυραίοις ξυμμαχίαν μὲν μὴ ποιήσασθαι Θουκ. 1. 44· μετ. ὡς..., μεταβάλλω γνώμην καὶ νομίζω ὅτι..., Ξεν. Κύρ. 5. 5, 40· πρβλ. μεταβουλεύω ΙΙ, μεταλαμβάνω ΙΙΙ, μετανοέω.