δεινότης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)

Source
(13_5)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0539.png Seite 539]] ητος, ἡ, das Furchtbare, Schreckliche, Härte, Thuc. 3, 59. 64; εἱργμοῦ Plat. Phaed. 82 e. – Gew. Tüchtigkeit, Geschicklichkeit, Klugheit, δεινότητες καὶ σοφίαι Plat. Theaet. 176 e; vgl. Arist. Eth. 6, 12, 8; bes. vom Redner, kraftvolle Beredtsamkeit, Thuc. 3, 37 u. A.; genauer ἡ περὶ τοὺς λόγους δ. od. ἡ ἐν λόγοις δ., wie δ. λόγου, Plut. Pomp. 77; vgl. D. Hal. iud. Thuc. 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0539.png Seite 539]] ητος, ἡ, das Furchtbare, Schreckliche, Härte, Thuc. 3, 59. 64; εἱργμοῦ Plat. Phaed. 82 e. – Gew. Tüchtigkeit, Geschicklichkeit, Klugheit, δεινότητες καὶ σοφίαι Plat. Theaet. 176 e; vgl. Arist. Eth. 6, 12, 8; bes. vom Redner, kraftvolle Beredtsamkeit, Thuc. 3, 37 u. A.; genauer ἡ περὶ τοὺς λόγους δ. od. ἡ ἐν λόγοις δ., wie δ. λόγου, Plut. Pomp. 77; vgl. D. Hal. iud. Thuc. 23.
}}
{{ls
|lstext='''δεινότης''': -ητος, ἡ, (δεινὸς) [[φοβερότης]], Θουκ. 4.10· [[τραχύτης]], [[αὐστηρότης]], τὸ ἄκαμπτον, νόμων ὁ αὐτ. 3. 46, πρβλ. 59. ΙΙ. φυσικὴ [[ἱκανότης]], [[δεξιότης]], εὐφυΐα, [[πανουργία]], Δημ. 275. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13· ἀντίθ. τῷ [[ἀλήθεια]], Ἀντιφῶν 129, ἐν τέλει· ἰδίως παρὰ ῥήτορσι, Θουκ. 3. 37, Δημ. 307. 27., 318. 9· ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Ἰσοκρ. 1D.
}}
}}

Revision as of 09:32, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεινότης Medium diacritics: δεινότης Low diacritics: δεινότης Capitals: ΔΕΙΝΟΤΗΣ
Transliteration A: deinótēs Transliteration B: deinotēs Transliteration C: deinotis Beta Code: deino/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A terribleness, Th.3.59,4.10; harshness, severity, νόμων Id.3.46.    II cleverness, shrewdness, D.18.144, Arist. EN1144a23; opp. ἀλήθεια, Antipho5.5; esp. in an orator, Th.3.37, D.18.242,277; ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Isoc.1.4; δεινότητα λόγου ἐπιδείκνυσθαι Plu.Pomp.77.    III Rhet., intensity, forcefulness, D.H. Comp.18, Th.53, al., Longin.34.4, Hermog.Id.2.9, al.: pl., Demetr. Eloc.243.

German (Pape)

[Seite 539] ητος, ἡ, das Furchtbare, Schreckliche, Härte, Thuc. 3, 59. 64; εἱργμοῦ Plat. Phaed. 82 e. – Gew. Tüchtigkeit, Geschicklichkeit, Klugheit, δεινότητες καὶ σοφίαι Plat. Theaet. 176 e; vgl. Arist. Eth. 6, 12, 8; bes. vom Redner, kraftvolle Beredtsamkeit, Thuc. 3, 37 u. A.; genauer ἡ περὶ τοὺς λόγους δ. od. ἡ ἐν λόγοις δ., wie δ. λόγου, Plut. Pomp. 77; vgl. D. Hal. iud. Thuc. 23.

Greek (Liddell-Scott)

δεινότης: -ητος, ἡ, (δεινὸς) φοβερότης, Θουκ. 4.10· τραχύτης, αὐστηρότης, τὸ ἄκαμπτον, νόμων ὁ αὐτ. 3. 46, πρβλ. 59. ΙΙ. φυσικὴ ἱκανότης, δεξιότης, εὐφυΐα, πανουργία, Δημ. 275. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13· ἀντίθ. τῷ ἀλήθεια, Ἀντιφῶν 129, ἐν τέλει· ἰδίως παρὰ ῥήτορσι, Θουκ. 3. 37, Δημ. 307. 27., 318. 9· ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Ἰσοκρ. 1D.