εὔζωστος: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(b) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1066.png Seite 1066]] = [[εὔζωνος]], Erklärung Schol. Il. 1, 429. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1066.png Seite 1066]] = [[εὔζωνος]], Erklärung Schol. Il. 1, 429. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὔζωστος''': -ον, ([[ζώννυμι]]) εὐκόλως ζωννύμενος, [[κατάλληλος]] πρὸς ζῶσιν, ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς [[ἑαυτοῦ]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791, πρβλ. Σχολιαστὴν Ἰλ. Α. 429, [[ἔνθα]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐϋζώνοιο «εὐζώστου, καλῆς καὶ εὐστόλου». | |||
}} | }} |
Revision as of 09:37, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, (ζώννυμαι)
A easily girt, convenient for girding, ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς ἑωυτοῦ ἐστι Hp.Art.14; gloss on εὔζωνος, Sch.D Il.1.429.
German (Pape)
[Seite 1066] = εὔζωνος, Erklärung Schol. Il. 1, 429.
Greek (Liddell-Scott)
εὔζωστος: -ον, (ζώννυμι) εὐκόλως ζωννύμενος, κατάλληλος πρὸς ζῶσιν, ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς ἑαυτοῦ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791, πρβλ. Σχολιαστὴν Ἰλ. Α. 429, ἔνθα μεταχειρίζεται τὴν λέξιν πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐϋζώνοιο «εὐζώστου, καλῆς καὶ εὐστόλου».