σιτοδοτέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
(13_3)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] Getreide geben, mit Getreide versehen, Poll. 6, 36, ἐσιτοδοτοῦντο, Thuc. 4, 39; σιτοδοτούμενοι = [[σῖτον]] ἀπομετρούμενοι, B. A. 302; vgl. [[σιτομετρέω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] Getreide geben, mit Getreide versehen, Poll. 6, 36, ἐσιτοδοτοῦντο, Thuc. 4, 39; σιτοδοτούμενοι = [[σῖτον]] ἀπομετρούμενοι, B. A. 302; vgl. [[σιτομετρέω]].
}}
{{ls
|lstext='''σῑτοδοτέω''': [[παρέχω]] σῖτον ἢ ζωοτροφίας, ὡς τὸ [[σιτομετρέω]], [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 36. ΙΙ. [[ἐφοδιάζω]] μὲ σῖτον ἢ μὲ τροφάς, τινας Θεμίστ. 292D. ― Παθ., [[λαμβάνω]] τροφάς, ζωοτροφίας, Θουκ. 4. 39· [[μάλιστα]] ἐν Ρώμῃ, ὁ σιτοδοτούμενος [[ὄχλος]] ἢ [[δῆμος]] Δίων Κ. 43. 21., 55. 10· πρβλ. [[σιτηρέσιον]], [[σιτοδοσία]].
}}
}}

Revision as of 09:38, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοδοτέω Medium diacritics: σιτοδοτέω Low diacritics: σιτοδοτέω Capitals: ΣΙΤΟΔΟΤΕΩ
Transliteration A: sitodotéō Transliteration B: sitodoteō Transliteration C: sitodoteo Beta Code: sitodote/w

English (LSJ)

   A furnish corn, Poll.6.36, Them.Or.23.289b.    II furnish with provisions or victuals, δραπέτας IG5(1).1390.81 (Andania, i B.C.), cf. Them.Or.23.292d:—Pass., to be provisioned, victualled, Th.4.39, PCair.Zen.620.14 (iii B.C.); esp. at Rome, of the recipients of the corn-dole, ὁσιτοδοτούμενος ὄχλος or δῆμος, D.C.43.21, 55.10.

German (Pape)

[Seite 885] Getreide geben, mit Getreide versehen, Poll. 6, 36, ἐσιτοδοτοῦντο, Thuc. 4, 39; σιτοδοτούμενοι = σῖτον ἀπομετρούμενοι, B. A. 302; vgl. σιτομετρέω.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοδοτέω: παρέχω σῖτον ἢ ζωοτροφίας, ὡς τὸ σιτομετρέω, Πολυδ. Ϛ΄, 36. ΙΙ. ἐφοδιάζω μὲ σῖτον ἢ μὲ τροφάς, τινας Θεμίστ. 292D. ― Παθ., λαμβάνω τροφάς, ζωοτροφίας, Θουκ. 4. 39· μάλιστα ἐν Ρώμῃ, ὁ σιτοδοτούμενος ὄχλοςδῆμος Δίων Κ. 43. 21., 55. 10· πρβλ. σιτηρέσιον, σιτοδοσία.