κατασκελετεύω: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(13_4) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1378.png Seite 1378]] ganz austrocknen, ausdörren, zum Skelett machen, ἑαυτούς Plut. de educ. lib. 10. – Pass., περιιδεῖν τὴν φύσιν τὴν αὑτῶν κατασκελετευθεῖσαν ἐπὶ τούτοις Isocr. 15, 268; Arist. H. A. 10, 3 u. Sp.; auch übertr., Longin. 2, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1378.png Seite 1378]] ganz austrocknen, ausdörren, zum Skelett machen, ἑαυτούς Plut. de educ. lib. 10. – Pass., περιιδεῖν τὴν φύσιν τὴν αὑτῶν κατασκελετευθεῖσαν ἐπὶ τούτοις Isocr. 15, 268; Arist. H. A. 10, 3 u. Sp.; auch übertr., Longin. 2, 1. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατασκελετεύω''': μεταποιῶ εἰς σκελετόν, [[ξηραίνω]] τὰς σάρκας καὶ τοὺς χυμοὺς [[ὥστε]] νὰ μένωσι τὰ ὀστᾶ μόνον, [[καταξηραίνω]], ἑαυτὸν ἐν παιδεύμασιν, μαραίνεσθαι [[ἕνεκα]] τῆς συνεχοῦς καὶ ἐπιμόνου σπουδῆς, Πλούτ. 2. 7D· τὸ [[σῶμα]] κατεσκελετευκὼς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 153.― Παθ., καταστρέφομαι, μὴ περιιδεῖν τὴν φύσιν κατασκελετευθεῖσαν Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 287, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 15· ὠχροί, κατεσκελετευμένοι Φίλ. 1. 198, 10· ἐκ μακρᾶς καὶ φθινώδους νόσου κατεσκελετευμένον ὁ αὐτ. 583, 27· ἰσχνὸς καὶ κατεσκελετευμένος Διογ. Λ. 8. 41· μεταφ., τὰ μεγαλοφυῆ ταῖς τεχνολογίαις κατεσκελετευμένα Λογγῖν. 2. 1. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 5 August 2017
English (LSJ)
A reduce to a skeleton, ἑαυτούς Plu.2.7d; τὸ σῶμα Sch.Ar.Ra.153:—Pass., to be wasted away, 'desiccated,' μὴ περιιδεῖν τὴν φύσιν -ευθεῖσαν Isoc.15.268, cf. Ph.1.198, al., Onos.1.5 (Act.), D.L.8.41: metaph., τὰ φυσικὰ ἔργα ταῖς τεχνολογίαις -ευόμενα Longin.2.1.
German (Pape)
[Seite 1378] ganz austrocknen, ausdörren, zum Skelett machen, ἑαυτούς Plut. de educ. lib. 10. – Pass., περιιδεῖν τὴν φύσιν τὴν αὑτῶν κατασκελετευθεῖσαν ἐπὶ τούτοις Isocr. 15, 268; Arist. H. A. 10, 3 u. Sp.; auch übertr., Longin. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκελετεύω: μεταποιῶ εἰς σκελετόν, ξηραίνω τὰς σάρκας καὶ τοὺς χυμοὺς ὥστε νὰ μένωσι τὰ ὀστᾶ μόνον, καταξηραίνω, ἑαυτὸν ἐν παιδεύμασιν, μαραίνεσθαι ἕνεκα τῆς συνεχοῦς καὶ ἐπιμόνου σπουδῆς, Πλούτ. 2. 7D· τὸ σῶμα κατεσκελετευκὼς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 153.― Παθ., καταστρέφομαι, μὴ περιιδεῖν τὴν φύσιν κατασκελετευθεῖσαν Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 287, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 15· ὠχροί, κατεσκελετευμένοι Φίλ. 1. 198, 10· ἐκ μακρᾶς καὶ φθινώδους νόσου κατεσκελετευμένον ὁ αὐτ. 583, 27· ἰσχνὸς καὶ κατεσκελετευμένος Διογ. Λ. 8. 41· μεταφ., τὰ μεγαλοφυῆ ταῖς τεχνολογίαις κατεσκελετευμένα Λογγῖν. 2. 1.