Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπουργέω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(13_6a)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1238.png Seite 1238]] wie [[ὑπηρετέω]], Einem bei einer Sache Dienste od. Hülfe leisten, behülflich sein, dienen, τινί, Her. 7, 38. 8, 110; τινί τι, z. B. χρηστὰ Ἀθηναίοισι, den Athenern gute Dienste leisten, 8, 143; [[χάριν]] τινί, Aesch. Prom. 638, vgl. Ch. 953; Soph. Phil. 143 Ai. 681 u. öfter, wie Eur.; χεῖρες ὑπουργοῦσιν ἑκάστῳ ἃ διανοούμεθα Antiph. 4 γ 4; Isocr. 1, 31; Thuc. oft; [[ὁτιοῦν]], Plat. Conv. 184 d; ὑπουργεῖν ἑτοίμως Pol. 5, 36, 4; Sp., wie Plut. Rom. 15 u. Luc.; – τὰ ὑπουργημένα, das Einem Geleistete, Her. 9, 109.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1238.png Seite 1238]] wie [[ὑπηρετέω]], Einem bei einer Sache Dienste od. Hülfe leisten, behülflich sein, dienen, τινί, Her. 7, 38. 8, 110; τινί τι, z. B. χρηστὰ Ἀθηναίοισι, den Athenern gute Dienste leisten, 8, 143; [[χάριν]] τινί, Aesch. Prom. 638, vgl. Ch. 953; Soph. Phil. 143 Ai. 681 u. öfter, wie Eur.; χεῖρες ὑπουργοῦσιν ἑκάστῳ ἃ διανοούμεθα Antiph. 4 γ 4; Isocr. 1, 31; Thuc. oft; [[ὁτιοῦν]], Plat. Conv. 184 d; ὑπουργεῖν ἑτοίμως Pol. 5, 36, 4; Sp., wie Plut. Rom. 15 u. Luc.; – τὰ ὑπουργημένα, das Einem Geleistete, Her. 9, 109.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπουργέω''': ὡς τὸ [[ὑπηρετέω]], ὑπηρετῶ ἢ βοηθῶ τινα, [[προσφέρω]] ὑπηρεσίας εἴς τινα, σοί βουλόμενος ὑπουργέειν Ἡρόδ. 8. 110· σὸν [[ἔργον]]... ταῖσδ’ ὑπουργῆσαι [[χάριν]] Αἰσχύλ. Πρ. 635, κλπ.· ἔργῳ ὑπ. τινι Θουκ. 6. 88. - Παθ., οἱ ὑπουργούμενοι, οἱ ὑπηρετούμενοι, οἱ βοηθούμενοι, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 72. 55. 2) μετ’ αἰτ. πράγματ. χρηστὰ ὑπ. (ἐξυπακ. τοῖς Ἀθηναίοισι), παρέχειν αὐτοῖς καλὴν ὑπηρεσίαν, Ἡρόδ. 8. 143, πρβλ. 7. 38, Σοφ. Ἠλ. 461, Φιλ. 143, Ἀντιφῶν 127. 31, Θουκ. 7. 62· [[οὕτως]], ὑπ. [[χάριν]] τινὶ Αἰσχύλ. Πρ. 635, Εὐρ. Ἄλκ. 842· ἐπὶ γυναικός, ὑπουργεῖν τινι πρὸς [[χάριν]] Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2. - Παθ., τὰ ὑπουργημένα, αἱ γενόμεναι ὑπηρεσίαι, Ἡρόδ. 9. 109. 3) ἀπολ. Σοφ. Αἴ. 681, Φιλ. 53· τὰ τῆς κοιλίης ὑπ., ἐκτελοῦσι τὰ τῆς λειτουργίας αὐτῶν, Ἱππ. 493. 17. 4) [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., βοηθῶ, [[προάγω]], βελτιῶ, τῇ καθάρσει ο αὐτ. 493. 16· πρβλ. Foës Oec. Hipp.
}}
}}

Revision as of 09:41, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπουργέω Medium diacritics: ὑπουργέω Low diacritics: υπουργέω Capitals: ΥΠΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: hypourgéō Transliteration B: hypourgeō Transliteration C: ypourgeo Beta Code: u(pourge/w

English (LSJ)

Ion. ὑποργέω,

   A like ὑπηρετέω, render service or help to one, assist, c. dat., Hdt.8.110, Democr.255, PCair.Zen.176.297 (iii B. C.), etc.; ὑ. τισὶ ἔργῳ Th.6.88:—Pass., μὴ κάμνων ὑπὸ καμνόντων ὑ. receive assistance, Epict.Gnom.Fr.24.    2 c. acc. rei, χρηστὰ ὑ. (sc. τοῖς Ἀθηναίοισι) do them good service, Hdt.8.143, cf. 7.38, S.Aj. 681, El.461, Ph.143 (lyr.), Antipho 4.3.4, Th.7.62; τὰ δίκαια Gorg. Fr.21; ὑ. χάριν τινί A.Pr.635, E.Alc.842; of a woman, τισὶ ὑ. πρὸς χάριν Anaxil.21.2; furnish, βεβαίαν κατάληψιν Aristid.Quint.1.3:— Pass., τὰ ὑποργημένα services done or rendered, Hdt.9.109.    3 abs., S.Ph.53; τὰ τῆς κοιλίης ὑ. do their duty, Hp.Morb.3.15.    4 c. dat. rei, assist or promote, τῇ καθάρσει ibid.

German (Pape)

[Seite 1238] wie ὑπηρετέω, Einem bei einer Sache Dienste od. Hülfe leisten, behülflich sein, dienen, τινί, Her. 7, 38. 8, 110; τινί τι, z. B. χρηστὰ Ἀθηναίοισι, den Athenern gute Dienste leisten, 8, 143; χάριν τινί, Aesch. Prom. 638, vgl. Ch. 953; Soph. Phil. 143 Ai. 681 u. öfter, wie Eur.; χεῖρες ὑπουργοῦσιν ἑκάστῳ ἃ διανοούμεθα Antiph. 4 γ 4; Isocr. 1, 31; Thuc. oft; ὁτιοῦν, Plat. Conv. 184 d; ὑπουργεῖν ἑτοίμως Pol. 5, 36, 4; Sp., wie Plut. Rom. 15 u. Luc.; – τὰ ὑπουργημένα, das Einem Geleistete, Her. 9, 109.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπουργέω: ὡς τὸ ὑπηρετέω, ὑπηρετῶ ἢ βοηθῶ τινα, προσφέρω ὑπηρεσίας εἴς τινα, σοί βουλόμενος ὑπουργέειν Ἡρόδ. 8. 110· σὸν ἔργον... ταῖσδ’ ὑπουργῆσαι χάριν Αἰσχύλ. Πρ. 635, κλπ.· ἔργῳ ὑπ. τινι Θουκ. 6. 88. - Παθ., οἱ ὑπουργούμενοι, οἱ ὑπηρετούμενοι, οἱ βοηθούμενοι, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 72. 55. 2) μετ’ αἰτ. πράγματ. χρηστὰ ὑπ. (ἐξυπακ. τοῖς Ἀθηναίοισι), παρέχειν αὐτοῖς καλὴν ὑπηρεσίαν, Ἡρόδ. 8. 143, πρβλ. 7. 38, Σοφ. Ἠλ. 461, Φιλ. 143, Ἀντιφῶν 127. 31, Θουκ. 7. 62· οὕτως, ὑπ. χάριν τινὶ Αἰσχύλ. Πρ. 635, Εὐρ. Ἄλκ. 842· ἐπὶ γυναικός, ὑπουργεῖν τινι πρὸς χάριν Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2. - Παθ., τὰ ὑπουργημένα, αἱ γενόμεναι ὑπηρεσίαι, Ἡρόδ. 9. 109. 3) ἀπολ. Σοφ. Αἴ. 681, Φιλ. 53· τὰ τῆς κοιλίης ὑπ., ἐκτελοῦσι τὰ τῆς λειτουργίας αὐτῶν, Ἱππ. 493. 17. 4) μετὰ δοτ. πράγμ., βοηθῶ, προάγω, βελτιῶ, τῇ καθάρσει ο αὐτ. 493. 16· πρβλ. Foës Oec. Hipp.