ὑπερυψόω: Difference between revisions
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(b) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1203.png Seite 1203]] darüber, übermäßig erhöhen, LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1203.png Seite 1203]] darüber, übermäßig erhöhen, LXX. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπερυψόω''': εἰς ὑπερβολὴν ὑψώνω, [[ἐξαίρω]], τινα Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. β΄, 9, Συνεσ. Ἐπιστ. σ. 205Α, Ὠριγέν. τ. 3, σ. 725D, κλπ.· ― Παθ., εἶδον τὸν ἀσεβῆ ὑπερυψούμενον καὶ ἐπαιρόμενον ὡς τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου Ἑβδ. (Ψαλμ. Λϛʹ, 35, √ϛʹ 9). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:47, 5 August 2017
English (LSJ)
A exalt exceedingly, τινα Ep.Phil.2.9:—Pass., LXXPs. 36(37).35, 96(97).9.
German (Pape)
[Seite 1203] darüber, übermäßig erhöhen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερυψόω: εἰς ὑπερβολὴν ὑψώνω, ἐξαίρω, τινα Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. β΄, 9, Συνεσ. Ἐπιστ. σ. 205Α, Ὠριγέν. τ. 3, σ. 725D, κλπ.· ― Παθ., εἶδον τὸν ἀσεβῆ ὑπερυψούμενον καὶ ἐπαιρόμενον ὡς τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου Ἑβδ. (Ψαλμ. Λϛʹ, 35, √ϛʹ 9).