χαριστήριος: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(13_5) |
(6_17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1339.png Seite 1339]] zur Gunstbezeugung, zur Gefälligkeit, zum Schenken gehörig, geneigt, – dankbar; – τὸ χαριστήριον, Gefälligkeit, Geschenk; – τὰ χαριστήρια, sc. [[ἱερά]], Dankopfer, Dankfest, Xen. Cyr. 4, 1,2 u. öfter; θύειν τοῖς θεοῖς τῶν εὐτυχημάτων Pol. 21, 1,2; Plut. Rom. 21; χαριστήρια τροφῶν ἀποδιδόναι Luc. patr. enc. 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1339.png Seite 1339]] zur Gunstbezeugung, zur Gefälligkeit, zum Schenken gehörig, geneigt, – dankbar; – τὸ χαριστήριον, Gefälligkeit, Geschenk; – τὰ χαριστήρια, sc. [[ἱερά]], Dankopfer, Dankfest, Xen. Cyr. 4, 1,2 u. öfter; θύειν τοῖς θεοῖς τῶν εὐτυχημάτων Pol. 21, 1,2; Plut. Rom. 21; χαριστήρια τροφῶν ἀποδιδόναι Luc. patr. enc. 7. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χαριστήριος''': -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἔκφράσιν εὐχαριστίας, χ. [[θυσία]] Διονύσ. Ἁλ. 1. 88., 10. 54· χ. ἀμοιβαί ὁ αὐτ. 1. 6· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., [[θυσία]] χ. ὑδάτων [[αὐτόθι]] 55, πρβλ. Πλουτ. Λυκ. 11, Συλλ. Ἐπιγρ.(προσθ.) 3837. 19· ἐπὶ τινι Πλουτ. Καῖσ. 57. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., χαριστήριον, τό, [[εὐχαριστήριος]] [[προσφορά]], Ἀθήν. 672 Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 495, 498, 1598, 2039, κ. ἀλλ.· - [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ., χαριστήρια, τά, εὐχαριστήριοι προσφοραί, χ. τοῖς θεοῖς ἀποτελεῖν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 1, 2· ὀφείλειν [[αὐτόθι]] 7. 2, 28· προσφέρειν, θύειν Διόδ. 5. 31., 20. 76· [[μετὰ]] γεν., θύειν τοῖς θεοῖς χ. τῶν εὐτυχημάτων Πολύβ. 21. 1, 2· χ. τροφῶν ἀποδιδόναι Λουκ. Πατρ. Ἐγκωμ. 7. χ. τῆς νίκης ἑορτάζειν Πλούτ. 2. 862Α· χ. ἐλευθερίας, εἰς ἀνάμνησιν τῆς διὰ τοῦ Θρασυβούλου ἀπελευθερώσεως κατὰ τὴν 12ην τοῦ Βοηδρομιῶνος, [[αὐτόθι]] 349F, πρβλ. Πάμφιλ. παρ’ Ἀθην. 572F, κλπ.· - ἡ [[λέξις]] ἦν ἐν χρήσει καὶ ὡς [[μετάφρασις]] τοῦ Λατ. supplicatio, Πλουτ. Κάμιλλ. 6. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:52, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A of or for thanksgiving, θυσία D.H.1.88: so in pl., Id.10.17,54, IGRom.4.566.19 (Aezani, ii A. D.); ἀπαρχαί Ph.2.236; ἀμοιβαί D.H.1.6; ὕμνος Jul.Or.4.158a: c. gen., θυσία χ. ὑδάτων D.H.1.55, cf. Plu.Lyc.11. II Subst., χαριστήριον, τό, thank-offering, IG22.3003,4798, 7.3100 (Lebad.), Plu.Caes.57, Ath.15.672a, etc.: freq. in pl. χαριστήρια, τά, thank-offerings, χ. τοῖς θεοῖς ἀποτελεῖν X.Cyr.4.1.2; ὀφειλήσειν ib.7.2.28; προσφέρειν, θῦσαι, D.S.5.31, 20.76: c. gen., θύειν τοῖς θεοῖς χ. τῶν εὐτυχημάτων Plb.21.2.2; χ. τροφῶν ἀποδιδόναι Luc.Patr.Enc.7; τῇ Ἑκάτῃ χ. τῆς νίκης ἑορτάζειν Plu.2.862a; χ. ἐλευθερίας, in memory of the liberation by Thrasybulus on 12th Boëdromion, ib.349f, cf. Neanth.9J., OGI654.8 (Egypt. i B.C.); = Lat. supplicatio, Plu.Cam.7.
German (Pape)
[Seite 1339] zur Gunstbezeugung, zur Gefälligkeit, zum Schenken gehörig, geneigt, – dankbar; – τὸ χαριστήριον, Gefälligkeit, Geschenk; – τὰ χαριστήρια, sc. ἱερά, Dankopfer, Dankfest, Xen. Cyr. 4, 1,2 u. öfter; θύειν τοῖς θεοῖς τῶν εὐτυχημάτων Pol. 21, 1,2; Plut. Rom. 21; χαριστήρια τροφῶν ἀποδιδόναι Luc. patr. enc. 7.
Greek (Liddell-Scott)
χαριστήριος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἔκφράσιν εὐχαριστίας, χ. θυσία Διονύσ. Ἁλ. 1. 88., 10. 54· χ. ἀμοιβαί ὁ αὐτ. 1. 6· ὡσαύτως μετὰ γεν., θυσία χ. ὑδάτων αὐτόθι 55, πρβλ. Πλουτ. Λυκ. 11, Συλλ. Ἐπιγρ.(προσθ.) 3837. 19· ἐπὶ τινι Πλουτ. Καῖσ. 57. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., χαριστήριον, τό, εὐχαριστήριος προσφορά, Ἀθήν. 672 Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 495, 498, 1598, 2039, κ. ἀλλ.· - συχν. ἐν τῷ πληθ., χαριστήρια, τά, εὐχαριστήριοι προσφοραί, χ. τοῖς θεοῖς ἀποτελεῖν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 1, 2· ὀφείλειν αὐτόθι 7. 2, 28· προσφέρειν, θύειν Διόδ. 5. 31., 20. 76· μετὰ γεν., θύειν τοῖς θεοῖς χ. τῶν εὐτυχημάτων Πολύβ. 21. 1, 2· χ. τροφῶν ἀποδιδόναι Λουκ. Πατρ. Ἐγκωμ. 7. χ. τῆς νίκης ἑορτάζειν Πλούτ. 2. 862Α· χ. ἐλευθερίας, εἰς ἀνάμνησιν τῆς διὰ τοῦ Θρασυβούλου ἀπελευθερώσεως κατὰ τὴν 12ην τοῦ Βοηδρομιῶνος, αὐτόθι 349F, πρβλ. Πάμφιλ. παρ’ Ἀθην. 572F, κλπ.· - ἡ λέξις ἦν ἐν χρήσει καὶ ὡς μετάφρασις τοῦ Λατ. supplicatio, Πλουτ. Κάμιλλ. 6.