ἀναγορεύω: Difference between revisions
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(13_3) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0184.png Seite 184]] öffentlich bekannt machen, ausrufen, νικηφόρον Plat. Legg. V, 730 d; [[κήρυγμα]] Pol. 18, 29; ernennen (zu einem Amt), δικτάτωρα D. Hal. 5, 72; vgl. noch Plut. Timol. 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0184.png Seite 184]] öffentlich bekannt machen, ausrufen, νικηφόρον Plat. Legg. V, 730 d; [[κήρυγμα]] Pol. 18, 29; ernennen (zu einem Amt), δικτάτωρα D. Hal. 5, 72; vgl. noch Plut. Timol. 7. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνᾰγορεύω''': καὶ παρατ. ἀνηγόρευον Αἰσχίν. 54. 10., 70. ἐν τέλ.: μέλλ. -εύσω Νόμ. παρὰ Δημ. 267, Πλούτ.: ἀόρ. -ηγόρευσα, Νόμ. παρὰ Δημ. 243. 15, Keil, Ἐπιγρ. IV, β. 33, Πολύβ.: - Παθ., ἀόρ. -ηγορεύθην Ξεν. Κυν. 1. 14. Πλούτ.: πρκμ. -ηγόρευμαι ὁ αὐτ.: - ὁ μέλλ., ἀόρ. καὶ πρκμ. παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι κατὰ τὸ πλεῖστον παραλαμβάνονται ἐκ τῶν τύπων [[ἀνερῶ]], ἀνεῖπον (ἴδε ἐν λέξεσι)· πρβλ. [[ἀγορεύω]], ἀνακηρύττω [[δημοσίᾳ]], Αἰσχίν. 70. ἐν τέλ., κτλ.· ἀναγ. [[κήρυγμα]], [[ἀπαγγέλλω]] [[δημοσίᾳ]] [[κήρυγμα]] (περὶ κήρυκος), Πολύβ. 18. 29, 4· ἀναγ. τινὰ αὐτοκράτορα Πλουτ. Γάλβ. 2: - Παθ., ἀνακηρύττομαι ἀναγορευέσθω [[νικηφόρος]] Πλάτ. Νόμ. 730D, πρβλ. Δημ. 331. 6. Αἰσχίν. 55. 15. 2) κατὰ παθ., [[ὡσαύτως]], καλοῦμαι ὑπὸ πάντων, [[λαμβάνω]] τὸ [[ὄνομα]], [[φιλοπάτωρ]] Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:55, 5 August 2017
English (LSJ)
Aeschin.3.3: impf. ἀνηγόρευον ib.122: fut.
A -εύσω Plu.Galb.21: aor. -ηγόρευσα Docum. ap. D.18.54, IG7.4148, Plb.18.29.4:—Pass., aor. -ηγορεύθην X.Cyn.1.14, Plu.2.176e: pf. -ηγόρευμαι Id.Mar.45:— fut., aor., and pf. in classic authors are mostly supplied by ἀνερῶ, ἀνεῖπον, ἀνείρηκα, also aor. Pass. ἀνερρήθην Aeschin.3.45:—proclaim publicly, ib.122, etc.; ἀ. κήρυγμα make public proclamation, Plb. l. c.; ἀ. τινὰ αὐτοκράτορα Plu.Galb.2:—Pass., to be proclaimed, ἀναγορευέσθω νικηφόρος Pl.Lg.730d, cf. D.18.319, Aeschin.3.45: = Lat. renuntiari, ὕπατος ἀνηγορευμένος Plu.Mar.45, cf. 2.470d. 2 designate, ἀ. τινὰς τῶν δήμων call after their demes, Arist.Ath.21.4:—Pass., φιλοπάτωρ -ευθῆναι X. l. c.
German (Pape)
[Seite 184] öffentlich bekannt machen, ausrufen, νικηφόρον Plat. Legg. V, 730 d; κήρυγμα Pol. 18, 29; ernennen (zu einem Amt), δικτάτωρα D. Hal. 5, 72; vgl. noch Plut. Timol. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνᾰγορεύω: καὶ παρατ. ἀνηγόρευον Αἰσχίν. 54. 10., 70. ἐν τέλ.: μέλλ. -εύσω Νόμ. παρὰ Δημ. 267, Πλούτ.: ἀόρ. -ηγόρευσα, Νόμ. παρὰ Δημ. 243. 15, Keil, Ἐπιγρ. IV, β. 33, Πολύβ.: - Παθ., ἀόρ. -ηγορεύθην Ξεν. Κυν. 1. 14. Πλούτ.: πρκμ. -ηγόρευμαι ὁ αὐτ.: - ὁ μέλλ., ἀόρ. καὶ πρκμ. παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι κατὰ τὸ πλεῖστον παραλαμβάνονται ἐκ τῶν τύπων ἀνερῶ, ἀνεῖπον (ἴδε ἐν λέξεσι)· πρβλ. ἀγορεύω, ἀνακηρύττω δημοσίᾳ, Αἰσχίν. 70. ἐν τέλ., κτλ.· ἀναγ. κήρυγμα, ἀπαγγέλλω δημοσίᾳ κήρυγμα (περὶ κήρυκος), Πολύβ. 18. 29, 4· ἀναγ. τινὰ αὐτοκράτορα Πλουτ. Γάλβ. 2: - Παθ., ἀνακηρύττομαι ἀναγορευέσθω νικηφόρος Πλάτ. Νόμ. 730D, πρβλ. Δημ. 331. 6. Αἰσχίν. 55. 15. 2) κατὰ παθ., ὡσαύτως, καλοῦμαι ὑπὸ πάντων, λαμβάνω τὸ ὄνομα, φιλοπάτωρ Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.