ψόθος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(c2) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1401.png Seite 1401]] 1) = [[ψόφος]], [[θόρυβος]] (vgl. θήρ u. φήρ), VLL. – 2) = [[ψόλος]], VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1401.png Seite 1401]] 1) = [[ψόφος]], [[θόρυβος]] (vgl. θήρ u. φήρ), VLL. – 2) = [[ψόλος]], VLL. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ψόθος''': ὁ, = [[ψόφος]], κατὰ διαλεκτικὴν μεταβολήν, Θεόγνωστ. ἐν Κραμ. Ὀξ. Ἀν. 54. 13. ΙΙ. = [[ψόλος]], Ἡσύχ., Σουΐδ.· κατὰ τὸν Φρύνιχ. παρὰ Φωτ., = [[ἀκαθαρσία]]· [[ἐντεῦθεν]] ἐπίθ. [[ψόθιος]], -α, -ον, καὶ ψόθωρος, ον, = [[ψολόεις]], Ἡσύχ. Ἐκ τοῦ [[ψόλος]] κατὰ διαλεκτικὴν μεταβολήν, ὡς τὸ Λατ. lacryma, ἐκ τοῦ [[δάκρυον]], κλπ.) | |||
}} | }} |
Revision as of 09:58, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = ἀκαθαρσία, Phryn.Com.95 (fr. Hsch. (where also = ψώρα and θόρυβος), Phot., Suid.); = ψόφος acc. to Theognost.Can.54.
German (Pape)
[Seite 1401] 1) = ψόφος, θόρυβος (vgl. θήρ u. φήρ), VLL. – 2) = ψόλος, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ψόθος: ὁ, = ψόφος, κατὰ διαλεκτικὴν μεταβολήν, Θεόγνωστ. ἐν Κραμ. Ὀξ. Ἀν. 54. 13. ΙΙ. = ψόλος, Ἡσύχ., Σουΐδ.· κατὰ τὸν Φρύνιχ. παρὰ Φωτ., = ἀκαθαρσία· ἐντεῦθεν ἐπίθ. ψόθιος, -α, -ον, καὶ ψόθωρος, ον, = ψολόεις, Ἡσύχ. Ἐκ τοῦ ψόλος κατὰ διαλεκτικὴν μεταβολήν, ὡς τὸ Λατ. lacryma, ἐκ τοῦ δάκρυον, κλπ.)