στήριγμα: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(c2)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0942.png Seite 942]] τό, das Gestützte, die Stütze; χερὸς στηρίγματα, Eur. I. A. 617; Plut. Symp. 3, 2, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0942.png Seite 942]] τό, das Gestützte, die Stütze; χερὸς στηρίγματα, Eur. I. A. 617; Plut. Symp. 3, 2, 2.
}}
{{ls
|lstext='''στήριγμα''': τό, [[ὑποστήριγμα]], θεμέλιον, χερὸς στ., [[ἔρεισμα]], [[ὑποστήριξις]], Εὐρ. Ι. Α. 617· θνητῶν στ. κραταιὸν Ὀρφ. Ὕμν. 17. 7· στηρίγματος δεῖσθαι Πλούτ. 2. 649Β. 2) = [[στῆριγξ]] 2, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 11, Πλουτ. Κοριολ. 24. 3) = [[στεῖρα]] (Α), [[στερέωμα]], Νόνν. Δ. 40. 451.
}}
}}

Revision as of 09:59, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στήριγμα Medium diacritics: στήριγμα Low diacritics: στήριγμα Capitals: ΣΤΗΡΙΓΜΑ
Transliteration A: stḗrigma Transliteration B: stērigma Transliteration C: stirigma Beta Code: sth/rigma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A support, foundation, χερὸς . . στηρίγματα the support of one's hand, E.IA617; στηρίγματ' οἴκου, of children, Trag.Adesp.427; θνητῶν σ. κραταιόν Orph.H.18.7; περιπλοκῆς δεῖται καὶ στηρίγματος Plu.2.649c, cf. Ph.1.644: in pl., of a tower, J.BJ2.17.8.    2 = στῆριγξ 2, Nicostr.Com.39 (στήριγγα cj. Kock), Plu.Cor. 24.    3 = στεῖρα (A), στερέωμα 3, Nonn.D.40.451.    4 = στερέωμα 4, PMag.Lond.121.509.    5 τὸ λοιπὸν τοῦ σ. the rest of the multitude, LXX 4 Ki.25.11.    6 pl., surgical supports, = ἀποστηρίγματα, distd. fr. ἑρμάσματα, Gal.18(2).917.

German (Pape)

[Seite 942] τό, das Gestützte, die Stütze; χερὸς στηρίγματα, Eur. I. A. 617; Plut. Symp. 3, 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

στήριγμα: τό, ὑποστήριγμα, θεμέλιον, χερὸς στ., ἔρεισμα, ὑποστήριξις, Εὐρ. Ι. Α. 617· θνητῶν στ. κραταιὸν Ὀρφ. Ὕμν. 17. 7· στηρίγματος δεῖσθαι Πλούτ. 2. 649Β. 2) = στῆριγξ 2, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 11, Πλουτ. Κοριολ. 24. 3) = στεῖρα (Α), στερέωμα, Νόνν. Δ. 40. 451.