ἡμικρανία: Difference between revisions
From LSJ
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
(13_3) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1168.png Seite 1168]] ἡ, Kopfschmerz auf der einen Seite, Migräne, Medic.; auch τὸ ἡμικρανικὸν [[πάθος]], Poll. 2, 41; ἡμικρανικοί, die daran leiden, Medic.; auch ἡμικράνιος | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1168.png Seite 1168]] ἡ, Kopfschmerz auf der einen Seite, Migräne, Medic.; auch τὸ ἡμικρανικὸν [[πάθος]], Poll. 2, 41; ἡμικρανικοί, die daran leiden, Medic.; auch ἡμικράνιος | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἡμικρᾱνία''': ἡ, ([[κρανίον]]) [[πόνος]] κατέχων τὸ ἥμισυ τοῦ κρανίου ἢ τοῦ προσώπου, Γαλην. (Τὸ Λατ. hemicranium, [[ὅθεν]] Γαλλ. migraine, Ἀγγλ. megrim). ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 24. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:01, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (κράνιον)
A pain on one side of the head or face, ib.592:—also ἡμι-κράνιον, τό, PMag.Lond.121.199, Arch.f. Religionswiss.24.176 (Carnuntum).
German (Pape)
[Seite 1168] ἡ, Kopfschmerz auf der einen Seite, Migräne, Medic.; auch τὸ ἡμικρανικὸν πάθος, Poll. 2, 41; ἡμικρανικοί, die daran leiden, Medic.; auch ἡμικράνιος
Greek (Liddell-Scott)
ἡμικρᾱνία: ἡ, (κρανίον) πόνος κατέχων τὸ ἥμισυ τοῦ κρανίου ἢ τοῦ προσώπου, Γαλην. (Τὸ Λατ. hemicranium, ὅθεν Γαλλ. migraine, Ἀγγλ. megrim). ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 24.