ἀποστύφω: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(13_3) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0328.png Seite 328]] zusammenziehen, Theophr., bes. von herbem Geschmack, abstumpfen; vgl. Alc. Mess. 18 (VII, 536); οὖρα ἀπέστυπται, ist zurückgehalten, Nic. Th. 433. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0328.png Seite 328]] zusammenziehen, Theophr., bes. von herbem Geschmack, abstumpfen; vgl. Alc. Mess. 18 (VII, 536); οὖρα ἀπέστυπται, ist zurückgehalten, Nic. Th. 433. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀποστύφω''': [ῡ], [[συστέλλω]], συσπῶ, [[στύφω]], ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῶν δριμέων, «στυφῶν», δριμέα..., [[ὥστε]] ἀποστύφειν Ἀριστ. Πρβλ. 1. 33, πρβλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ.2.8,1· χείλεα ἀποστύφειν Ἀνθ. Π. 7. 536: ― πρκμ. παθ., οὖρα δ’ ἀπέστυπται, «ἔστυψαν», δὲν ῥέουσι πλέον, Νικ. Θ. 433: πρβλ. Schäf. ἐν Γρηγορ. Κορίνθου σ. 42, [[ὅστις]] συγκρίνει τὴν λέξιν πρὸς τὴν Γερμανικὴν abstumpfen. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:03, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῡ],
A draw up, contract, of the effect of astringents, δριμέα . . ὥστε ἀποστύφειν arist.Pr.863a18, cf. Thphr.CP2.8.1; χείλεα ἀ. screw them up,AP7.536 (Alc.):—Pass., pf., οὖρα δ' ἀπέστυπται are stopped, Nic.Th.433. 2 of preparing tissues for dyes, mordant, PHolm.9.14. 3 ἀποστύφων· τῇ φωνῆ σκληρός, Hsch.
German (Pape)
[Seite 328] zusammenziehen, Theophr., bes. von herbem Geschmack, abstumpfen; vgl. Alc. Mess. 18 (VII, 536); οὖρα ἀπέστυπται, ist zurückgehalten, Nic. Th. 433.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστύφω: [ῡ], συστέλλω, συσπῶ, στύφω, ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῶν δριμέων, «στυφῶν», δριμέα..., ὥστε ἀποστύφειν Ἀριστ. Πρβλ. 1. 33, πρβλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ.2.8,1· χείλεα ἀποστύφειν Ἀνθ. Π. 7. 536: ― πρκμ. παθ., οὖρα δ’ ἀπέστυπται, «ἔστυψαν», δὲν ῥέουσι πλέον, Νικ. Θ. 433: πρβλ. Schäf. ἐν Γρηγορ. Κορίνθου σ. 42, ὅστις συγκρίνει τὴν λέξιν πρὸς τὴν Γερμανικὴν abstumpfen.