περιοικέω: Difference between revisions
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
(c2) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0584.png Seite 584]] umher, in der Nachbarschaft wohnen, um Einen, τινά, Her. 5, 78, Xen. An. 5, 6, 16. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0584.png Seite 584]] umher, in der Nachbarschaft wohnen, um Einen, τινά, Her. 5, 78, Xen. An. 5, 6, 16. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περιοικέω''': ([[περίοικος]]) κατοικῶ [[πέριξ]] προσώπου τινὸς ἢ τόπου, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 57., 2. 112., 5. 23, 58, Λυσ. 110. 40, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 16· - Παθ., ἐπὶ θαλασσῶν, Ὑρκανία καὶ Κασπία ... περιοικούμεναι κύκλῳ Ἀριστ. Μετεωρολογ. 2. 1, 8. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:08, 5 August 2017
English (LSJ)
(περίοικος)
A dwell round persons or places, c. acc., Hdt.1.57, al., X.An.5.6.16 : abs., Hdt.5.23, Lys.7.28:—Pass., to be inhabited all round, κύκλῳ Arist.Mete.354a4, Scyl.107, Scymn. 766.
German (Pape)
[Seite 584] umher, in der Nachbarschaft wohnen, um Einen, τινά, Her. 5, 78, Xen. An. 5, 6, 16.
Greek (Liddell-Scott)
περιοικέω: (περίοικος) κατοικῶ πέριξ προσώπου τινὸς ἢ τόπου, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 57., 2. 112., 5. 23, 58, Λυσ. 110. 40, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 16· - Παθ., ἐπὶ θαλασσῶν, Ὑρκανία καὶ Κασπία ... περιοικούμεναι κύκλῳ Ἀριστ. Μετεωρολογ. 2. 1, 8.