συνανίστημι: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(13_5)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1001.png Seite 1001]] (s. [[ἵστημι]]), mit oder zugleich aufstellen, aufstehen lassen; ἀνιστάμενος συνανέστησε μετ' ἑαυτοῦ Ἀριάδνην, Xen. conv. 9, 5; συναναστήσει τὰ τείχη τοῖς Ἀθηναίοις, d. i. er wird ihnen aufbauen helfen, Hell. 4, 8, 9; auch = zugleich aus den Wohnsitzen vertreiben, wegführen. – Med. u. intr. tempp. mit, zugleich aufstehen u. weggehen, Xen. An. 7, 3, 35, Luc. philops. 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1001.png Seite 1001]] (s. [[ἵστημι]]), mit oder zugleich aufstellen, aufstehen lassen; ἀνιστάμενος συνανέστησε μετ' ἑαυτοῦ Ἀριάδνην, Xen. conv. 9, 5; συναναστήσει τὰ τείχη τοῖς Ἀθηναίοις, d. i. er wird ihnen aufbauen helfen, Hell. 4, 8, 9; auch = zugleich aus den Wohnsitzen vertreiben, wegführen. – Med. u. intr. tempp. mit, zugleich aufstehen u. weggehen, Xen. An. 7, 3, 35, Luc. philops. 18.
}}
{{ls
|lstext='''συνανίστημι''': [[ἀνίστημι]], [[ἐγείρω]] [[ὁμοῦ]], ὁ [[Διονύσιος]] ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ’ [[ἑαυτοῦ]] τὴν Ἀριάδνην Ξεν. Συμπ. 9, 5· βοηθῶ εἰς ἀνέγερσιν, συνανεγείρω, λέγοντες ὅτι συναναστήσοι τὰ μακρὰ τείχη ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 8. 9. ΙΙ. παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἐγείρομαι συγχρόνως, συνεγείρομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 3, 34· τινι μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 5. 1, 4.
}}
}}

Revision as of 10:09, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανίστημι Medium diacritics: συνανίστημι Low diacritics: συνανίστημι Capitals: ΣΥΝΑΝΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: synanístēmi Transliteration B: synanistēmi Transliteration C: synanistimi Beta Code: sunani/sthmi

English (LSJ)

   A make to stand up or rise together, μεθ' ἑαυτοῦ τινα X.Smp.9.5; assist in restoring, τὰ μακρὰ τείχη Id.HG4.8.9.    II Pass. with aor. 2 Act., rise at the same time, Id.An. 7.3.35; τινι with one, Id.Cyr.5.1.5.

German (Pape)

[Seite 1001] (s. ἵστημι), mit oder zugleich aufstellen, aufstehen lassen; ἀνιστάμενος συνανέστησε μετ' ἑαυτοῦ Ἀριάδνην, Xen. conv. 9, 5; συναναστήσει τὰ τείχη τοῖς Ἀθηναίοις, d. i. er wird ihnen aufbauen helfen, Hell. 4, 8, 9; auch = zugleich aus den Wohnsitzen vertreiben, wegführen. – Med. u. intr. tempp. mit, zugleich aufstehen u. weggehen, Xen. An. 7, 3, 35, Luc. philops. 18.

Greek (Liddell-Scott)

συνανίστημι: ἀνίστημι, ἐγείρω ὁμοῦ, ὁ Διονύσιος ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ’ ἑαυτοῦ τὴν Ἀριάδνην Ξεν. Συμπ. 9, 5· βοηθῶ εἰς ἀνέγερσιν, συνανεγείρω, λέγοντες ὅτι συναναστήσοι τὰ μακρὰ τείχη ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 8. 9. ΙΙ. παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἐγείρομαι συγχρόνως, συνεγείρομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 3, 34· τινι μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 5. 1, 4.