ἀντεπιγράφω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil

Source
(13_5)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0247.png Seite 247]] anstatt eines andern darauf schreiben, die Aufschrift verändern, καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν ἀσεβῆ ἀντεπέγραψε Dem. 24, 180; vgl. Pol. 18, 17, wo das med. steht, ἀντεπιγραφοαένους ἐπὶ τὸ [[νίκημα]], d. i. sich den Sieg zuschreiben, den ein Anderer errungen hat.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0247.png Seite 247]] anstatt eines andern darauf schreiben, die Aufschrift verändern, καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν ἀσεβῆ ἀντεπέγραψε Dem. 24, 180; vgl. Pol. 18, 17, wo das med. steht, ἀντεπιγραφοαένους ἐπὶ τὸ [[νίκημα]], d. i. sich den Sieg zuschreiben, den ein Anderer errungen hat.
}}
{{ls
|lstext='''ἀντεπιγράφω''': ἐπιγράφω τι εἰς τὴν θέσιν ἄλλου, [[ὅπερ]] ἐξήλειψα, καὶ μὴν ... σκέψασθ’ ὡς καλὰ καὶ ζηλωτὰ ἐπιγράμματα τῆς πόλεως ἀνελών, ὡς ἀσεβῆ καὶ δεινὰ ἀντεπέγραψεν Δημ. 615 ἐν τέλ.: - Μέσ., ἀντεπιγραφομένους ἐπὶ τὸ [[νίκημα]], τ. ἔ. οἰκειοποιημένους τὴν νίκην ἣν [[ἄλλος]] ἐκέρδησε, Πολύβ. 18. 17, 2.
}}
}}

Revision as of 10:13, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπιγράφω Medium diacritics: ἀντεπιγράφω Low diacritics: αντεπιγράφω Capitals: ΑΝΤΕΠΙΓΡΑΦΩ
Transliteration A: antepigráphō Transliteration B: antepigraphō Transliteration C: antepigrafo Beta Code: a)ntepigra/fw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A write something instead, καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν ἀσεβῆ ἀ. D.22.72:—Med., -εσθαι ἐπὶ τὸ νίκημα put their own names instead of the other party to the victory, i.e. claim it, Plb.18.34.2.

German (Pape)

[Seite 247] anstatt eines andern darauf schreiben, die Aufschrift verändern, καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν ἀσεβῆ ἀντεπέγραψε Dem. 24, 180; vgl. Pol. 18, 17, wo das med. steht, ἀντεπιγραφοαένους ἐπὶ τὸ νίκημα, d. i. sich den Sieg zuschreiben, den ein Anderer errungen hat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπιγράφω: ἐπιγράφω τι εἰς τὴν θέσιν ἄλλου, ὅπερ ἐξήλειψα, καὶ μὴν ... σκέψασθ’ ὡς καλὰ καὶ ζηλωτὰ ἐπιγράμματα τῆς πόλεως ἀνελών, ὡς ἀσεβῆ καὶ δεινὰ ἀντεπέγραψεν Δημ. 615 ἐν τέλ.: - Μέσ., ἀντεπιγραφομένους ἐπὶ τὸ νίκημα, τ. ἔ. οἰκειοποιημένους τὴν νίκην ἣν ἄλλος ἐκέρδησε, Πολύβ. 18. 17, 2.