ἰχθυηρός: Difference between revisions
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
(13_3) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1275.png Seite 1275]] die Fische betreffend; [[πινακίσκος]], Fischschüssel, Fischbrett, Ar. Plut. 814; [[σπυρίς]] Poll. 6, 94; [[ζωμός]] Luc. Lex. 5; vgl. [[ἰχθυάριον]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1275.png Seite 1275]] die Fische betreffend; [[πινακίσκος]], Fischschüssel, Fischbrett, Ar. Plut. 814; [[σπυρίς]] Poll. 6, 94; [[ζωμός]] Luc. Lex. 5; vgl. [[ἰχθυάριον]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἰχθυηρός''': ά, ον, ([[ἰχθὺς]]) [[κατάλληλος]], [[ἐπιτήδειος]] εἰς ὑποδοχὴν ἰχθύων, τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπρούς τοὺς ἰχθυηρούς ἀργυροῦς πάρεσθ’ ὁρᾶν Ἀριστοφ. Πλ. 813, Ἀποσπ. 449 ([[Πολυδ]]. Ι΄, 82)· [[ζωμός]], «ψαρόσουπα», Λουκ. Λεξιφ. 5· οὐκ ἔστιν ἰχθυηρὸν ὑπὸ σοῦ μεταλαβεῖν, δὲν ἠμποροῦμεν νἀγοράσωμεν [[τίποτε]] ἀπὸ ψαρικὴ [[ἕνεκα]] σοῦ, ([[διότι]] ὅλα σὺ τὰ ἀγοράζεις), Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ»1. 21· - τὴν πύλην τὴν ἰχθυηράν, τὴν ἰχθυϊκήν, δηλ. [[ἔνθα]] ἦν ἡ τῶν ἰχθύων [[ἀγορά]], Ἑβδ. (Νεεμ. Γ΄, 3). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:19, 5 August 2017
English (LSJ)
ά, όν, (ἰχθῦς)
A fishy, scaly, i.e. foul, dirty, πινακίσκοι Ar.Pl.814,Fr.532; ἔλαιον Ph. Bel.90.19; ζωμός Luc.Lex.5; οὐκ ἔστιν ἰχθυηρόν nothing of the fish kind, Diph.32.21; ἡ πύλη ἡ ἰ. the fish-gate, LXXNe.3.3:—Subst., ἰχθῠηρά, ἡ, tax on fish, UPZ110.98 (ii B.C.), PFay.42 (a) v 2 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1275] die Fische betreffend; πινακίσκος, Fischschüssel, Fischbrett, Ar. Plut. 814; σπυρίς Poll. 6, 94; ζωμός Luc. Lex. 5; vgl. ἰχθυάριον.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυηρός: ά, ον, (ἰχθὺς) κατάλληλος, ἐπιτήδειος εἰς ὑποδοχὴν ἰχθύων, τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπρούς τοὺς ἰχθυηρούς ἀργυροῦς πάρεσθ’ ὁρᾶν Ἀριστοφ. Πλ. 813, Ἀποσπ. 449 (Πολυδ. Ι΄, 82)· ζωμός, «ψαρόσουπα», Λουκ. Λεξιφ. 5· οὐκ ἔστιν ἰχθυηρὸν ὑπὸ σοῦ μεταλαβεῖν, δὲν ἠμποροῦμεν νἀγοράσωμεν τίποτε ἀπὸ ψαρικὴ ἕνεκα σοῦ, (διότι ὅλα σὺ τὰ ἀγοράζεις), Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ»1. 21· - τὴν πύλην τὴν ἰχθυηράν, τὴν ἰχθυϊκήν, δηλ. ἔνθα ἦν ἡ τῶν ἰχθύων ἀγορά, Ἑβδ. (Νεεμ. Γ΄, 3).