περιφρονέω: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth
(13_5) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0599.png Seite 599]] 1) von allen Seiten überlegen, erwägen, c. accus. der Sache, τὰ πράγματα, Ar. Nubb. 731, vgl. 1486. – 2; darüber hinausdenken, d. i. verachten, wie Ar. Nubb. 226 aus περιφρονῶ τὸν ἥλιον nachher τοὺς θεοὺς ὑπερφρονῶ wird; c. accus., Thuc. 1, 25; Luc. Dem. enc. 8, später auch c. genitiv., Plat. Ax. 372 b; Plut. Thes. 1. – 3; intrans., sehr bedächtig, verständig, weise sein, Plat. Ax. 365 c n. Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0599.png Seite 599]] 1) von allen Seiten überlegen, erwägen, c. accus. der Sache, τὰ πράγματα, Ar. Nubb. 731, vgl. 1486. – 2; darüber hinausdenken, d. i. verachten, wie Ar. Nubb. 226 aus περιφρονῶ τὸν ἥλιον nachher τοὺς θεοὺς ὑπερφρονῶ wird; c. accus., Thuc. 1, 25; Luc. Dem. enc. 8, später auch c. genitiv., Plat. Ax. 372 b; Plut. Thes. 1. – 3; intrans., sehr bedächtig, verständig, weise sein, Plat. Ax. 365 c n. Plut. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περιφρονέω''': [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, περισκοπῶ, [[ἐξετάζω]] αὐτὸ [[πανταχόθεν]], περιφρονῶ τὸν ἥλιον, «[[περιεργάζομαι]] καὶ περισκοπῶ τὴν τοῦ ἡλίου πορείαν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 225, 1503˙ τὰ πράγματα, [[αὐτόθι]] 734. ΙΙ. ὡς τὸ [[ὑπερφρονέω]], καταφρονῶ, μετ’ αἰτ., Θουκ. 1. 25, Διον. Ἁλ. 1. 71, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Β, Πλουτ. Θησ. 1, κτλ. ΙΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[περίφρων]], [[συνετός]], [[σκεπτικός]], οὐ περιφρονοῦσα [[ἡλικία]] Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Β. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:24, 5 August 2017
English (LSJ)
A compass in thought, speculate about, τὸν ἥλιον Ar.Nu. 225 ; τὰ πράγματα ib.741. II contemn, despise, τινας Th.1.25; τὰ δαιμόνια D.H.1.71, etc.: c. gen., τοῦ ζῆν Pl.Ax.372b; τοῦ πιθανοῦ Plu.Thes.1, cf. Ael.Tact. Praef.3, etc.: metaph., of diseases or difficult patients, defy remedies, Alex. Trall.1.15, Archig. ap. Aët.6.8:— Pass., J.AJ4.5.2. III intr., to be very thoughtful, οὐ περιφρονοῦσα ἡλικία Pl.Ax.365b (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 599] 1) von allen Seiten überlegen, erwägen, c. accus. der Sache, τὰ πράγματα, Ar. Nubb. 731, vgl. 1486. – 2; darüber hinausdenken, d. i. verachten, wie Ar. Nubb. 226 aus περιφρονῶ τὸν ἥλιον nachher τοὺς θεοὺς ὑπερφρονῶ wird; c. accus., Thuc. 1, 25; Luc. Dem. enc. 8, später auch c. genitiv., Plat. Ax. 372 b; Plut. Thes. 1. – 3; intrans., sehr bedächtig, verständig, weise sein, Plat. Ax. 365 c n. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περιφρονέω: σκέπτομαι περί τινος, περισκοπῶ, ἐξετάζω αὐτὸ πανταχόθεν, περιφρονῶ τὸν ἥλιον, «περιεργάζομαι καὶ περισκοπῶ τὴν τοῦ ἡλίου πορείαν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 225, 1503˙ τὰ πράγματα, αὐτόθι 734. ΙΙ. ὡς τὸ ὑπερφρονέω, καταφρονῶ, μετ’ αἰτ., Θουκ. 1. 25, Διον. Ἁλ. 1. 71, κτλ.˙ ὡσαύτως μετὰ γεν., Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Β, Πλουτ. Θησ. 1, κτλ. ΙΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι περίφρων, συνετός, σκεπτικός, οὐ περιφρονοῦσα ἡλικία Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Β.