πρυμνώρεια: Difference between revisions
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
(13_3) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0802.png Seite 802]] ἡ, der äußerste oder unterste Theil des Berges; ἐν πρυμνωρείῃ [[πολυπίδακος]] Ἴδης, Il. 14, 307, Schol. τὰ ἔσχατα καὶ κατώτατα τῶν ὀρῶν; vgl. Pisander bei St. B. v. Νιφάτης. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0802.png Seite 802]] ἡ, der äußerste oder unterste Theil des Berges; ἐν πρυμνωρείῃ [[πολυπίδακος]] Ἴδης, Il. 14, 307, Schol. τὰ ἔσχατα καὶ κατώτατα τῶν ὀρῶν; vgl. Pisander bei St. B. v. Νιφάτης. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πρυμνώρεια''': ἡ, ([[ὄρος]]) τὸ κατώτατον [[μέρος]] τοῦ ὄρους, οἱ πρόποδες [[αὐτοῦ]] Ἰλ. Ξ. 307, [[Πείσανδρος]] παρὰ Στεφ. Β. ἐν λ. Νιφάτης. (Ἐσχήματίσθη κατὰ τὸ [[ἀκρώρεια]], πρβλ. [[πρύμνα]]). - [[Κατὰ]] Φώτιον: «πρυμνώρειαν: τὸ [[κάτω]] [[μέρος]] τοῦ ὄρους», ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ. [[τοὐναντίον]] «[[πρυμνώρεια]]· [[ἀκρώρεια]], [[ἄκρον]] ὄρους, τὸ ἔσχατον [[μέρος]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 10:28, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (ὄρος)
A lower slope, foot of a mountain, Il.14.307, Pisand.Larandensis ap. St.Byz. s.v. Νιφάτης.
German (Pape)
[Seite 802] ἡ, der äußerste oder unterste Theil des Berges; ἐν πρυμνωρείῃ πολυπίδακος Ἴδης, Il. 14, 307, Schol. τὰ ἔσχατα καὶ κατώτατα τῶν ὀρῶν; vgl. Pisander bei St. B. v. Νιφάτης.
Greek (Liddell-Scott)
πρυμνώρεια: ἡ, (ὄρος) τὸ κατώτατον μέρος τοῦ ὄρους, οἱ πρόποδες αὐτοῦ Ἰλ. Ξ. 307, Πείσανδρος παρὰ Στεφ. Β. ἐν λ. Νιφάτης. (Ἐσχήματίσθη κατὰ τὸ ἀκρώρεια, πρβλ. πρύμνα). - Κατὰ Φώτιον: «πρυμνώρειαν: τὸ κάτω μέρος τοῦ ὄρους», ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ. τοὐναντίον «πρυμνώρεια· ἀκρώρεια, ἄκρον ὄρους, τὸ ἔσχατον μέρος».