σκυταλίς: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(13_5)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0908.png Seite 908]] ίδος, ἡ, wie [[σκυτάλη]]; – 1) mit dimin. Bdtg, ein kleiner Stock, Stab, Knittel, Her. 4, 60. – 2) Walze, Winde, Arist. mechan. 11. Bes. ein Werkzeug der Fischer, die Netze zu winden, Ael. H. A. 12, 43, das lat. scutulae. – 3) das Fingerglied, Heliod. – 4) ein kleiner Seekrebs, von der Gattung [[καρίς]], VLL., u. bei denselben auch eine Art Raupen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0908.png Seite 908]] ίδος, ἡ, wie [[σκυτάλη]]; – 1) mit dimin. Bdtg, ein kleiner Stock, Stab, Knittel, Her. 4, 60. – 2) Walze, Winde, Arist. mechan. 11. Bes. ein Werkzeug der Fischer, die Netze zu winden, Ael. H. A. 12, 43, das lat. scutulae. – 3) das Fingerglied, Heliod. – 4) ein kleiner Seekrebs, von der Gattung [[καρίς]], VLL., u. bei denselben auch eine Art Raupen.
}}
{{ls
|lstext='''σκῠτᾰλίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[σκυτάλη]], [[ῥαβδίον]], Ἡρόδ. 4. 60. 2) = [[σκυτάλιον]] Ι. 3, [[μάλιστα]] ὡς χρήσιμον εἰς ἁλιεῖς [[ὅπως]] ἕλκωσι τὸ [[δίκτυον]] εἰς τὴν ξηρὰν (Λατ. scutula), Αἰλ. π. Ζ. 12. 43. 3) = [[σκυτάλη]] Ι. 2, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 3. 4) = [[σκυτάλη]] Ι. 1, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 12, Αἰν. Τακτ. 22 ἐν τέλ., κτλ. 5) μηχανὴ δι’ ἧς ἐρρίπτετο πῦρ, Σουΐδ. 6) [[φάλαγξ]] ἢ [[κόνδυλος]] δακτύλου, ὡς τὸ [[σκυτάλη]] V, [[Πολυδ]]. Β΄, 144, Γαλην. ΙΙ. = [[σκυτάλη]] ΙΙ, Γεωπ. 4. 3, 11· [[ἐντεῦθεν]], [[ῥαβδίον]] εὔκαμπτον ἐξ ἰτέας, Στράβ. 818. ΙΙΙ. μικρὸς [[καρκίνος]] ἐκ τοῦ εἴδους τῆς καρίδος, Ἡσύχ. 2) [[εἶδος]] κάμπης, Ἐτυμολ. Μέγ. 720. 45.
}}
}}

Revision as of 10:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠτᾰλίς Medium diacritics: σκυταλίς Low diacritics: σκυταλίς Capitals: ΣΚΥΤΑΛΙΣ
Transliteration A: skytalís Transliteration B: skytalis Transliteration C: skytalis Beta Code: skutali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of σκυτάλη,

   A stick, Hdt.4.60.    2 = σκυτάλιον 1.3, esp. as used by fishermen for drawing the net to land, Ael.NA12.43.    3 = σκυτάλη 1.2, J.AJ3.6.3.    4 = σκυτάλη 1.1, Aen.Tact.22.27, D.S. 8.27, etc.    5 = σκυτάλη 1.5, ἐλέφαντος, κασσιτέρου, Inscr.Délos 443 Bb94,95 (ii B.C.).    6 engine for hurling fire, Suid.    7 finger-bone (cf. σκυτάλη v), J.AJ3.7.6, Poll.2.144, Sor.Fract.22, Gal.2.250; of the neck, σ. τοῦ αὐχένος dub.in Id.19.139.    8 = σκυτάλη 1.4, ticket, Polyaen.1.17.    9 = σκυτάλη 1.7, handspike, Hero Bel.86.11.    II = σκυτάλη 11, Gp.4.3.11: hence, withy, willow wand, Str.17.1.50.    2 Dim. of σκυτάλη 111, διὰ -ίδων ἐβενίνων λείων ἐξομαλίζονται τὰ σώματα Id.15.1.54, cf. 55.    III small crab, of the καρίς kind, Hsch.    2 a kind of caterpillar, EM 720.45.

German (Pape)

[Seite 908] ίδος, ἡ, wie σκυτάλη; – 1) mit dimin. Bdtg, ein kleiner Stock, Stab, Knittel, Her. 4, 60. – 2) Walze, Winde, Arist. mechan. 11. Bes. ein Werkzeug der Fischer, die Netze zu winden, Ael. H. A. 12, 43, das lat. scutulae. – 3) das Fingerglied, Heliod. – 4) ein kleiner Seekrebs, von der Gattung καρίς, VLL., u. bei denselben auch eine Art Raupen.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠτᾰλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ σκυτάλη, ῥαβδίον, Ἡρόδ. 4. 60. 2) = σκυτάλιον Ι. 3, μάλιστα ὡς χρήσιμον εἰς ἁλιεῖς ὅπως ἕλκωσι τὸ δίκτυον εἰς τὴν ξηρὰν (Λατ. scutula), Αἰλ. π. Ζ. 12. 43. 3) = σκυτάλη Ι. 2, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 3. 4) = σκυτάλη Ι. 1, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 12, Αἰν. Τακτ. 22 ἐν τέλ., κτλ. 5) μηχανὴ δι’ ἧς ἐρρίπτετο πῦρ, Σουΐδ. 6) φάλαγξκόνδυλος δακτύλου, ὡς τὸ σκυτάλη V, Πολυδ. Β΄, 144, Γαλην. ΙΙ. = σκυτάλη ΙΙ, Γεωπ. 4. 3, 11· ἐντεῦθεν, ῥαβδίον εὔκαμπτον ἐξ ἰτέας, Στράβ. 818. ΙΙΙ. μικρὸς καρκίνος ἐκ τοῦ εἴδους τῆς καρίδος, Ἡσύχ. 2) εἶδος κάμπης, Ἐτυμολ. Μέγ. 720. 45.