ἀστόχαστος: Difference between revisions
From LSJ
(b) |
(6_17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0376.png Seite 376]] nicht gezielt, Dion. Hal. Epit. 14, 17. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0376.png Seite 376]] nicht gezielt, Dion. Hal. Epit. 14, 17. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀστόχαστος''': -ον, μὴ σκοπευόμενος, [[ἀσκόπευτος]], ἢ κατ’ ἄλλους, [[ἀπρόοπτος]], [[ἀπροσδόκητος]], [[τότε]] δ’ ἐκ τῶν πλαγίων ἀστοχάστους πληγὰς ἐπέφερον Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 14. 17. 2) περὶ οὖ χαλεπὸν [[εἶναι]] νὰ εἰκάσῃ τις, ἐπὶ τῆς ἡλικίας τῶν νέων, [[ἀστόχαστος]] γὰρ ἡ [[ἡλικία]] καὶ πολλὰς ἔχουσα μεταβολὰς Θεόφραστ. παρὰ Στοβ. 358. 18· [[προσέτι]] = ἄστοχος Φιλόδημ. περὶ Ρητορ. σ. 20. 21. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not aimed, D.H.14.10; not aimed at, not considered, πλήθους καὶ ποιότητος ἀστοχάστων Phld.D.3Fr.89. 2 hard to guess at, Thphr. ap. Stob.4.11.16. 3 Act., missing the mark, Phld.Rh.1.191S.
German (Pape)
[Seite 376] nicht gezielt, Dion. Hal. Epit. 14, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστόχαστος: -ον, μὴ σκοπευόμενος, ἀσκόπευτος, ἢ κατ’ ἄλλους, ἀπρόοπτος, ἀπροσδόκητος, τότε δ’ ἐκ τῶν πλαγίων ἀστοχάστους πληγὰς ἐπέφερον Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 14. 17. 2) περὶ οὖ χαλεπὸν εἶναι νὰ εἰκάσῃ τις, ἐπὶ τῆς ἡλικίας τῶν νέων, ἀστόχαστος γὰρ ἡ ἡλικία καὶ πολλὰς ἔχουσα μεταβολὰς Θεόφραστ. παρὰ Στοβ. 358. 18· προσέτι = ἄστοχος Φιλόδημ. περὶ Ρητορ. σ. 20. 21.