μεῖον: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
(13_6b) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0117.png Seite 117]] s. [[μικρός]]. ονος, τό, neutr. zu [[μείων]], comparat. von [[μικρός]], kleiner. – Als subst. heißt so das Schaaf, welches an dem dritten Tage des athenischen Festes der Apaturien, [[κουρεῶτις]], der Vater, wenn er seinen Sohn in die Register der φράτορες eintragen ließ, als Opfer u. Ehrengeschenk darbrachte; die VLL. u. Schol. Ar. Ran. 798 erkl. es dah., daß es ein bestimmtes Gewicht haben mußte, von den φράτορες gewogen wurde, und daß dabei es ein herkömmlicher Spaß gewesen sei, [[μεῖον]], [[μεῖον]], zu keicht, zu leicht! zu rufen; also [[μεῖον]] = [[κούρειον]], s. [[μειαγωγός]], [[μειαγωγέω]]. – Auch = [[μῆον]], w. m. s. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0117.png Seite 117]] s. [[μικρός]]. ονος, τό, neutr. zu [[μείων]], comparat. von [[μικρός]], kleiner. – Als subst. heißt so das Schaaf, welches an dem dritten Tage des athenischen Festes der Apaturien, [[κουρεῶτις]], der Vater, wenn er seinen Sohn in die Register der φράτορες eintragen ließ, als Opfer u. Ehrengeschenk darbrachte; die VLL. u. Schol. Ar. Ran. 798 erkl. es dah., daß es ein bestimmtes Gewicht haben mußte, von den φράτορες gewogen wurde, und daß dabei es ein herkömmlicher Spaß gewesen sei, [[μεῖον]], [[μεῖον]], zu keicht, zu leicht! zu rufen; also [[μεῖον]] = [[κούρειον]], s. [[μειαγωγός]], [[μειαγωγέω]]. – Auch = [[μῆον]], w. m. s. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μεῖον''': -ονος, τό, οὐδέτ. τοῦ [[μείων]], ὃ ἴδε. ΙΙ. [[μεῖον]], τό, ὁ ἀμνὸς ἢ τὸ [[πρόβατον]] [[ὅπερ]] τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ (τῇ κουρεώτιδι), τῆς ἐν Ἀθήναις ἑορτῆς τῶν Ἀπατουρίων ὁ πατὴρ εἰσέφερεν εἰς τοὺς ἰδίους φράτορας [[ὑπὲρ]] τοῦ υἱοῦ ἐν ἡλικίᾳ γενομένου [[ὅπως]] ἐγγραφῇ εἰς αὐτούς. Ἔδει δὲ τὸ [[ἱερεῖον]] νὰ ἔχῃ ὡρισμένον βάρος· καὶ ἐνῷ ἐζυγίζετο, οἱ φράτορες ἢ φράτερες συνείθιζον νὰ κράζωσι [[μεῖον]], [[μεῖον]], (λειψόν, λειψόν!). Ἐντεῦθεν τὸ [[ζῷον]] ὠνομάζετο [[μεῖον]], καὶ ὁ προσάγων αὐτὸ [[μειαγωγός]], ἡ δὲ [[πρᾶξις]] μειαγωγεῖν, μειαγωγία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 798. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:37, 5 August 2017
English (LSJ)
(B), ου, τό,
A lamb or sheep offered at the Athenian Apaturia by a father who was enrolling his son among his φράτερες, τοῦ μείου IG 22.1237.5; τὰ μεῖα ib.60; παρέστησε μεῖον Is.Fr.124: expld. by Sch. Ar.Ra.810 (cf. Eratosth. and Apollod. ap. Harp.) as neut. of μείων, too light! from the cry of the φράτερες when the lamb was weighed; cf. μειαγωγέω.[μεῖονμεῖον (A), ονος, τό, neut. of μείων (q.v.).](C), ου, τό,
A = μῆον, v.l. in Dsc.1.3, Androm. ap. Gal.14.43.]
German (Pape)
[Seite 117] s. μικρός. ονος, τό, neutr. zu μείων, comparat. von μικρός, kleiner. – Als subst. heißt so das Schaaf, welches an dem dritten Tage des athenischen Festes der Apaturien, κουρεῶτις, der Vater, wenn er seinen Sohn in die Register der φράτορες eintragen ließ, als Opfer u. Ehrengeschenk darbrachte; die VLL. u. Schol. Ar. Ran. 798 erkl. es dah., daß es ein bestimmtes Gewicht haben mußte, von den φράτορες gewogen wurde, und daß dabei es ein herkömmlicher Spaß gewesen sei, μεῖον, μεῖον, zu keicht, zu leicht! zu rufen; also μεῖον = κούρειον, s. μειαγωγός, μειαγωγέω. – Auch = μῆον, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
μεῖον: -ονος, τό, οὐδέτ. τοῦ μείων, ὃ ἴδε. ΙΙ. μεῖον, τό, ὁ ἀμνὸς ἢ τὸ πρόβατον ὅπερ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ (τῇ κουρεώτιδι), τῆς ἐν Ἀθήναις ἑορτῆς τῶν Ἀπατουρίων ὁ πατὴρ εἰσέφερεν εἰς τοὺς ἰδίους φράτορας ὑπὲρ τοῦ υἱοῦ ἐν ἡλικίᾳ γενομένου ὅπως ἐγγραφῇ εἰς αὐτούς. Ἔδει δὲ τὸ ἱερεῖον νὰ ἔχῃ ὡρισμένον βάρος· καὶ ἐνῷ ἐζυγίζετο, οἱ φράτορες ἢ φράτερες συνείθιζον νὰ κράζωσι μεῖον, μεῖον, (λειψόν, λειψόν!). Ἐντεῦθεν τὸ ζῷον ὠνομάζετο μεῖον, καὶ ὁ προσάγων αὐτὸ μειαγωγός, ἡ δὲ πρᾶξις μειαγωγεῖν, μειαγωγία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 798.