ὑπεράλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
(13_4)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1190.png Seite 1190]] (s. [[ἅλλομαι]]), darüberweg sprinqen, αὐλῆς ὑπεράλμενον, Il. 5, 138; überspringen, c. acc., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο, 20, 327; auch Xen. An. 7, 4, 17 u. Sp., wie Luc. Gymnas. 8, τάφρον 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1190.png Seite 1190]] (s. [[ἅλλομαι]]), darüberweg sprinqen, αὐλῆς ὑπεράλμενον, Il. 5, 138; überspringen, c. acc., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο, 20, 327; auch Xen. An. 7, 4, 17 u. Sp., wie Luc. Gymnas. 8, τάφρον 27.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπεράλλομαι''': ἀποθ., [[ἅλλομαι]], πηρῶ [[ὑπεράνω]] ἢ [[πέραν]] τινός, [[μετὰ]] γεν., αὐλῆς ὑπεράλμενος (συγκεκομμ. ἀόρ. β΄ μετοχ.), Ἰλ. Ε. 138· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο (συγκεκομμ. ἀόρ. β΄) Υ. 327· [[οὕτως]] ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, Ξενοφ. Ἀνάβ. 7. 4, 17, Ἱππ. 8, 4· ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς, ἐπὶ δελφίνων, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 48, 4· τὴν σκιὰν ὑπεράλλεσθαι τὴν ἑαυτῶν Πλούτ. 2. 1071Β. ΙΙ. μεταφ., πηδῶ εἰς ὑψηλὴν θέσιν, [[ἀναβαίνω]] ὑψηλά, ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῦνται Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΗ΄, 33).
}}
}}

Revision as of 10:38, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεράλλομαι Medium diacritics: ὑπεράλλομαι Low diacritics: υπεράλλομαι Capitals: ΥΠΕΡΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperállomai Transliteration B: hyperallomai Transliteration C: yperallomai Beta Code: u(pera/llomai

English (LSJ)

   A spring or leap over, or beyond, c. gen., αὐλῆς ὑπεράλμενον (aor. 2 part.) Il.5.138: also c. acc., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο (aor. 2) 20.327; so in Prose, X.An.7.4.17, Eq.8.4; ὑ. πλοίων ἱστούς, of dolphins, Arist.HA631a22; τὰς μαχαίρας, of sword-dancers, Phld.Rh.1.74S.; τὴν σκιὰν τὴν ἑαυτῶν Plu.2.1071b.    II metaph., leap to a high place, LXX Si.38.33.

German (Pape)

[Seite 1190] (s. ἅλλομαι), darüberweg sprinqen, αὐλῆς ὑπεράλμενον, Il. 5, 138; überspringen, c. acc., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο, 20, 327; auch Xen. An. 7, 4, 17 u. Sp., wie Luc. Gymnas. 8, τάφρον 27.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεράλλομαι: ἀποθ., ἅλλομαι, πηρῶ ὑπεράνωπέραν τινός, μετὰ γεν., αὐλῆς ὑπεράλμενος (συγκεκομμ. ἀόρ. β΄ μετοχ.), Ἰλ. Ε. 138· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., πολλὰς στίχας ὑπερᾶλτο (συγκεκομμ. ἀόρ. β΄) Υ. 327· οὕτως ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, Ξενοφ. Ἀνάβ. 7. 4, 17, Ἱππ. 8, 4· ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς, ἐπὶ δελφίνων, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 48, 4· τὴν σκιὰν ὑπεράλλεσθαι τὴν ἑαυτῶν Πλούτ. 2. 1071Β. ΙΙ. μεταφ., πηδῶ εἰς ὑψηλὴν θέσιν, ἀναβαίνω ὑψηλά, ἐν ἐκκλησίᾳ οὐχ ὑπεραλοῦνται Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΗ΄, 33).