ἐντατικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
(b) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0853.png Seite 853]] anspannend, anstrengend, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0853.png Seite 853]] anspannend, anstrengend, Medic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐντᾰτικός''': -ή, -όν, [[ἐρεθιστικός]], [[διεγερτικός]], ἀφροσιδιακός, Matthaei Med. 10· στυτικὸς, τὸ [[πολύγονον]] [[βοτάνη]] ἐστὶν ἐν τῷ πίνεσθαι ἐντατικὴ Σχόλ, εἰς Νικ. Ἀλεξανδρ. 264. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἐντατικόν, τό, [[εἶδος]] φυτοῦ ἐρεθιστικοῦ πρὸς συνουσίαν, = στατύριον τὸ [[ἐρυθρόνιον]] Διοσκ. 3. 134 (144). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:38, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A stimulating, aphrodisiac, Xenocr.16, cf. Gal.12.341, Aët.11.35. 2 sexually vigorous, [ζῷον] -άτερον πρὸς τὴν μεῖξιν Gp.19.5.4. II ἐντατικόν, τό, = σατύριον, Ps.-Dsc.3.128.
German (Pape)
[Seite 853] anspannend, anstrengend, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντᾰτικός: -ή, -όν, ἐρεθιστικός, διεγερτικός, ἀφροσιδιακός, Matthaei Med. 10· στυτικὸς, τὸ πολύγονον βοτάνη ἐστὶν ἐν τῷ πίνεσθαι ἐντατικὴ Σχόλ, εἰς Νικ. Ἀλεξανδρ. 264. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἐντατικόν, τό, εἶδος φυτοῦ ἐρεθιστικοῦ πρὸς συνουσίαν, = στατύριον τὸ ἐρυθρόνιον Διοσκ. 3. 134 (144).