σχερός: Difference between revisions
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
(13_5) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1054.png Seite 1054]] ὁ, ursprünglich das feste Land, die Erdfeste, das Ufer, Gegensatz der Gewässer; als subst. nur bei den Gramm.; sonst findet sich nur ἐν σχερῷ, Pind. N. 1, 69. 11, 39 I. 5, 22, im festen Zusammenhange, ununterbrochen fort, hinter einander, von Ort u. Zeit; vgl. Ap. Rh. 1, 912 u. [[ἐνσχερώ]] u. [[ἐπισχερώ]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1054.png Seite 1054]] ὁ, ursprünglich das feste Land, die Erdfeste, das Ufer, Gegensatz der Gewässer; als subst. nur bei den Gramm.; sonst findet sich nur ἐν σχερῷ, Pind. N. 1, 69. 11, 39 I. 5, 22, im festen Zusammenhange, ununterbrochen fort, hinter einander, von Ort u. Zeit; vgl. Ap. Rh. 1, 912 u. [[ἐνσχερώ]] u. [[ἐπισχερώ]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σχερός''': ὁ, εὕρηται μόνον ἐν τῇ δοτ., ἐν σχερῷ, τὸν ἅπαντα χρόνον, Πινδ. Ν. 1. 105., 11. 49, Ι. 6 (5). 32· φέρεται ἐνσχερὼ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 912, πρβλ. ἐπισχερῶ. ΙΙ. σχερὸς ἑρμηνεύεται: ἀκτή, αἰγιαλὸς παρ’ Ἡσύχ., πρβλ. Θεογνώστ. Καν. σ. 12. (Ἡ [[σημασία]] Ι ὑποδηλοῖ ὅτι ἡ [[λέξις]] σχετίζεται πρὸς τὸ σχεῖν, ἔχω· καὶ [[ἴσως]] τὸ [[σχερός]], [[μετὰ]] τοῦ ὀνόματος [[Σχερία]], σημαίνει [[ἁπλῶς]] συνεχὴς παραλία, ἐκτεταμένη ἀκτή). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:45, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ, found only in dat., ἐν σχερῷ
A in a line, one after another, uninterruptedly, successively, Pi.N.1.69, 11.39, I.6(5).22: written ἐνσχερώ in A.R.1.912; cf. ἐπισχερώ, ἰσχερώ (perh. for Cypr. ἰν σχερῷ). II σχερός· ἀκτή, αἰγιαλός, Hsch., cf. Theognost.Can.12: also σχερόν, = κῦμα ἑτοῖμον, Amerias ap.Hsch.
German (Pape)
[Seite 1054] ὁ, ursprünglich das feste Land, die Erdfeste, das Ufer, Gegensatz der Gewässer; als subst. nur bei den Gramm.; sonst findet sich nur ἐν σχερῷ, Pind. N. 1, 69. 11, 39 I. 5, 22, im festen Zusammenhange, ununterbrochen fort, hinter einander, von Ort u. Zeit; vgl. Ap. Rh. 1, 912 u. ἐνσχερώ u. ἐπισχερώ.
Greek (Liddell-Scott)
σχερός: ὁ, εὕρηται μόνον ἐν τῇ δοτ., ἐν σχερῷ, τὸν ἅπαντα χρόνον, Πινδ. Ν. 1. 105., 11. 49, Ι. 6 (5). 32· φέρεται ἐνσχερὼ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 912, πρβλ. ἐπισχερῶ. ΙΙ. σχερὸς ἑρμηνεύεται: ἀκτή, αἰγιαλὸς παρ’ Ἡσύχ., πρβλ. Θεογνώστ. Καν. σ. 12. (Ἡ σημασία Ι ὑποδηλοῖ ὅτι ἡ λέξις σχετίζεται πρὸς τὸ σχεῖν, ἔχω· καὶ ἴσως τὸ σχερός, μετὰ τοῦ ὀνόματος Σχερία, σημαίνει ἁπλῶς συνεχὴς παραλία, ἐκτεταμένη ἀκτή).