ἔκβολος: Difference between revisions
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
(13_5) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0755.png Seite 755]] ausgeworfen, verstoßen; ἔκβολον οἴκων [[βρέφος]] Eur. Phoen. 811; ausgesetzt, Ion 555; unzeitig, von der Leibesfrucht, Bacch. 90; subst. ὁ [[ἔκβολος]], das Vorgebirge, nach Andern eine Bucht, I. T. 1042; τὰ ἔκβολα [[νεώς]], das Wrack des gestrandeten Schiffes, Hel. 1214. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0755.png Seite 755]] ausgeworfen, verstoßen; ἔκβολον οἴκων [[βρέφος]] Eur. Phoen. 811; ausgesetzt, Ion 555; unzeitig, von der Leibesfrucht, Bacch. 90; subst. ὁ [[ἔκβολος]], das Vorgebirge, nach Andern eine Bucht, I. T. 1042; τὰ ἔκβολα [[νεώς]], das Wrack des gestrandeten Schiffes, Hel. 1214. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἔκβολος''': -ον, ([[ἐκβάλλω]]) ἐκβληθείς, ἐκριφθείς, [[ἔκθετος]], ἔκβολον οἴκου [[βρέφος]] Εὐρ. Φοίν. 104· [[ἐντεῦθεν]], ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἔκβολον, τό, ἀπερριμένον, ἔκβ. κόρης ὁ αὐτ. Ἴων 555· νηδύος ἔκβ. ὁ αὐτ. Βάκχ. 91· - [[ἀλλά]], ναὸς ἔκβολα, σημαίνει ῥάκη ἐκ τῶν ἱστίων ναυαγήσαντος πλοίου ἀποβρασμένα εἰς τὴν ξηράν, ὁ αὐτ. Ἑλ. 422: [[ἀλλά]], 2) ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 1042, πόντου ἔκβολον, φαίνεται ὅτι σημαίνει [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἡ [[θάλασσα]] ὑπερβᾶσα τὰ ἑαυτῆς ὅρια εἰσώρμησεν εἰς τὴν γῆν· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] Χ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:52, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A thrown out or away, exposed, ἔκβολον οἴκων βρέφος E.Ph.804 (lyr.) ; rejected, σφόνδυλοι Supp.Epigr.2.569.22 (Didyma) ; ἔ. βροτῶν βίου Luc.Trag.215. 2 frustrated, LXXJu. 11.11. 3 cast out, [ἔφοδος] ὡσανεὶ κόσκινον [ἀριθμοὺς] ὥσπερ ἐ. ἀποχωρίσει Iamb.in Nic.p.29P.; τὰ διὰ κοσκίνου ἔ. ib.p.30P. II Subst. ἔκβολον, τό, outcast, ἔ. κόρης E.Ion555 ; νηδύος ἔ. Id.Ba.91 (lyr.). 2 ναὸς ἔκβολα seem to be rags cast out from the ship, Id.Hel.422 ; but, 3 in Id.IT1042 πόντου ἔκβολον an outbreak, a place where the sea has broken in upon the land.
German (Pape)
[Seite 755] ausgeworfen, verstoßen; ἔκβολον οἴκων βρέφος Eur. Phoen. 811; ausgesetzt, Ion 555; unzeitig, von der Leibesfrucht, Bacch. 90; subst. ὁ ἔκβολος, das Vorgebirge, nach Andern eine Bucht, I. T. 1042; τὰ ἔκβολα νεώς, das Wrack des gestrandeten Schiffes, Hel. 1214.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκβολος: -ον, (ἐκβάλλω) ἐκβληθείς, ἐκριφθείς, ἔκθετος, ἔκβολον οἴκου βρέφος Εὐρ. Φοίν. 104· ἐντεῦθεν, ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἔκβολον, τό, ἀπερριμένον, ἔκβ. κόρης ὁ αὐτ. Ἴων 555· νηδύος ἔκβ. ὁ αὐτ. Βάκχ. 91· - ἀλλά, ναὸς ἔκβολα, σημαίνει ῥάκη ἐκ τῶν ἱστίων ναυαγήσαντος πλοίου ἀποβρασμένα εἰς τὴν ξηράν, ὁ αὐτ. Ἑλ. 422: ἀλλά, 2) ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 1042, πόντου ἔκβολον, φαίνεται ὅτι σημαίνει μέρος ἔνθα ἡ θάλασσα ὑπερβᾶσα τὰ ἑαυτῆς ὅρια εἰσώρμησεν εἰς τὴν γῆν· πρβλ. ἐκβάλλω Χ.