ἀμφιπένομαι: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(13_4)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0141.png Seite 141]] um etwas beschäftigt sein, Hom. z. B. πατέρ' ἀμφεπένοντο Od. 15, 467, τοὺς ἰητροὶ ἀμφιπένονται Il. 16, 28, δῶρα 19, 278; im schlimmen Sinne, über einen herfallen, κύνες 23, 184, ἰχθύες 21, 203; – auch sp. D., wie Ap. Rh. 2, 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0141.png Seite 141]] um etwas beschäftigt sein, Hom. z. B. πατέρ' ἀμφεπένοντο Od. 15, 467, τοὺς ἰητροὶ ἀμφιπένονται Il. 16, 28, δῶρα 19, 278; im schlimmen Sinne, über einen herfallen, κύνες 23, 184, ἰχθύες 21, 203; – auch sp. D., wie Ap. Rh. 2, 27.
}}
{{ls
|lstext='''ἀμφιπένομαι''': Ἐπ. ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ., [[πένομαι]] [[ἀμφί]] τινα, εἶμαι ἐνησχολημένος [[περί]] τινα, [[λαμβάνω]] τὴν φροντίδα τινός· μετ’ αἰτ. προσ., οἵ μευ πατέρ’ ἀμφεπένοντο Ὀδ. Ο. 467· ἰδίως ἐπὶ τῶν θεραπευόντων ἢ τῶν περιποιουμένων τραυματίαν, Ἰλ. Δ. 220, Π. 28, Ὀδ. Τ. 455. - Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[ἀλλά]], β) τὸν οὐ κύνες ἀμφεπένοντο, δὲν τὸν κατέφαγον οἱ σκύλοι, Ἰλ. Ψ. 184, πρβλ. Φ. 203. 2) μ. αἰτ. πράγμ., δῶρα... ἀμφ. Τ. 278.
}}
}}

Revision as of 11:00, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιπένομαι Medium diacritics: ἀμφιπένομαι Low diacritics: αμφιπένομαι Capitals: ΑΜΦΙΠΕΝΟΜΑΙ
Transliteration A: amphipénomai Transliteration B: amphipenomai Transliteration C: amfipenomai Beta Code: a)mfipe/nomai

English (LSJ)

Ep. only pres. and impf.,

   A = πένομαι ἀμφί τινα, to be busied about, take charge of, c. acc. pers., οἵ μευ πατέρ' ἀμφεπένοντο Od.15.467; of people tending a wounded man, Il.4.220, 16.28, Od. 19.455: c. acc. rei, δῶρα Il.19.278; τάφον, στόλον, δόρπον, A.R. 2.925, 1199, 4.883; ταῦρον Id.3.271.    b τὸν οὐ κύνες ἀμφεπένοντο dogs made not a meal of him, Il.23.184, cf. 21.203; λέων . . ὅν τ' ἐν ὄρεσσιν ἀνέρες ἀμφιπένονται hem in, A.R.2.27.

German (Pape)

[Seite 141] um etwas beschäftigt sein, Hom. z. B. πατέρ' ἀμφεπένοντο Od. 15, 467, τοὺς ἰητροὶ ἀμφιπένονται Il. 16, 28, δῶρα 19, 278; im schlimmen Sinne, über einen herfallen, κύνες 23, 184, ἰχθύες 21, 203; – auch sp. D., wie Ap. Rh. 2, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπένομαι: Ἐπ. ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ., πένομαι ἀμφί τινα, εἶμαι ἐνησχολημένος περί τινα, λαμβάνω τὴν φροντίδα τινός· μετ’ αἰτ. προσ., οἵ μευ πατέρ’ ἀμφεπένοντο Ὀδ. Ο. 467· ἰδίως ἐπὶ τῶν θεραπευόντων ἢ τῶν περιποιουμένων τραυματίαν, Ἰλ. Δ. 220, Π. 28, Ὀδ. Τ. 455. - Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀλλά, β) τὸν οὐ κύνες ἀμφεπένοντο, δὲν τὸν κατέφαγον οἱ σκύλοι, Ἰλ. Ψ. 184, πρβλ. Φ. 203. 2) μ. αἰτ. πράγμ., δῶρα... ἀμφ. Τ. 278.