πήγανον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
(13_4)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0608.png Seite 608]] τό, Raute; Ar. Vesp. 480; Theophr. u. Sp.; bei Nic. [[ῥυτή]], dah. lat. ruta; π. κηπευτόν, Gartenraute, π. ὀρεινόν, wilde Raute (wahrsch. von [[πήγνυμι]], wegen der fetten, fleischigen Blätter).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0608.png Seite 608]] τό, Raute; Ar. Vesp. 480; Theophr. u. Sp.; bei Nic. [[ῥυτή]], dah. lat. ruta; π. κηπευτόν, Gartenraute, π. ὀρεινόν, wilde Raute (wahrsch. von [[πήγνυμι]], wegen der fetten, fleischigen Blätter).
}}
{{ls
|lstext='''πήγᾰνον''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀπήγαγον», Θεοπόμπ. Ἱστ. 200, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 4, κ. ἀλλ. (παρὰ τῷ Νικ. [[ῥυτή]], Λατ. ruta)· π. κηπευτόν, καὶ ὀρεινόν, ἢ ἥμερον καὶ ἄγριον, Διοσκ. 3. 52 κἑξ., κτλ.· ― παροιμ., οὐδὲ μὲν γε οὐδ’ ἐν σελίνῳ σοὐστὶν οὐδ’ ἐν πηγάνῳ, [[οὔπω]] οὐδὲ ἀρχὴν ἔχεις τοῦ πράγματος, «[[παροιμία]] ἐπὶ τῶν [[μηδὲ]] κατὰ τὸ ἐλάχιστον διηνυκότων οἷς ἐπέθεντο· μετήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν κήπων· ἐν γὰρ τοῖς λεγομένοις περικήποις τὰ σέλινα καὶ πήγανα κατεφύτευον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 480, πρβλ. [[περίκηπος]]. (Πιθ. ἐκ τοῦ [[πήγνυμι]], ὡς ἐκ τῶν παχέων καὶ σαρκωδῶν φύλλων [[αὐτοῦ]]).
}}
}}

Revision as of 11:01, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πήγᾰνον Medium diacritics: πήγανον Low diacritics: πήγανον Capitals: ΠΗΓΑΝΟΝ
Transliteration A: pḗganon Transliteration B: pēganon Transliteration C: piganon Beta Code: ph/ganon

English (LSJ)

τό,

   A rue, Ruta graveolens, Diocl.Fr.138, Theopomp.Hist. 177 (a), Alex.127.8, Thphr.HP1.3.4, al., Nic.Al.413 ; π. ὀρεινόν, ἄγριον, mountain rue, Ruta halepensis, Dsc.3.45 (but π. ἄγριον, = μῶλυ, ib.46) : prov., οὐδ' ἐν δελίνῳ οὐδ' ἐν πηγάνῳ, i.e. scarcely at the edge or beginning of a thing, because these herbs were planted for borders in gardens, Ar.V.480 ; cf. περίκηπος.

German (Pape)

[Seite 608] τό, Raute; Ar. Vesp. 480; Theophr. u. Sp.; bei Nic. ῥυτή, dah. lat. ruta; π. κηπευτόν, Gartenraute, π. ὀρεινόν, wilde Raute (wahrsch. von πήγνυμι, wegen der fetten, fleischigen Blätter).

Greek (Liddell-Scott)

πήγᾰνον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀπήγαγον», Θεοπόμπ. Ἱστ. 200, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 4, κ. ἀλλ. (παρὰ τῷ Νικ. ῥυτή, Λατ. ruta)· π. κηπευτόν, καὶ ὀρεινόν, ἢ ἥμερον καὶ ἄγριον, Διοσκ. 3. 52 κἑξ., κτλ.· ― παροιμ., οὐδὲ μὲν γε οὐδ’ ἐν σελίνῳ σοὐστὶν οὐδ’ ἐν πηγάνῳ, οὔπω οὐδὲ ἀρχὴν ἔχεις τοῦ πράγματος, «παροιμία ἐπὶ τῶν μηδὲ κατὰ τὸ ἐλάχιστον διηνυκότων οἷς ἐπέθεντο· μετήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν κήπων· ἐν γὰρ τοῖς λεγομένοις περικήποις τὰ σέλινα καὶ πήγανα κατεφύτευον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 480, πρβλ. περίκηπος. (Πιθ. ἐκ τοῦ πήγνυμι, ὡς ἐκ τῶν παχέων καὶ σαρκωδῶν φύλλων αὐτοῦ).