ἀπόχρωσις: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(13_1) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0336.png Seite 336]] ἡ, das Abfärben; σκιᾶς, Vertheilung von Licht u. Schatten, Abstufung der Farben, Plut. glor. Ath. 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0336.png Seite 336]] ἡ, das Abfärben; σκιᾶς, Vertheilung von Licht u. Schatten, Abstufung der Farben, Plut. glor. Ath. 3. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπόχρωσις''': -εως, ἡ ([[ἀποχρώννυμι]]) βαθμιαία [[μετάβασις]] ἀπὸ χρώματος εἰς [[χρῶμα]] ἢ ἀπὸ τοῦ ἀνοιχτοῦ χρώματος εἰς βαθὺ καὶ τἀνάπαλιν, [[Ἀπολλόδωρος]] ὁ [[ζωγράφος]] ἀνθρώπων πρῶτος ἐξευρὼν φθορὰν καὶ ἀπόχρωσιν σκιᾶς [[Ἀθηναῖος]] ἦν Πλούτ. 2. 346Α. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:03, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀποχρώννυμι)
A laying on colour, ἀ. σκιᾶς Plu.2.346a.
German (Pape)
[Seite 336] ἡ, das Abfärben; σκιᾶς, Vertheilung von Licht u. Schatten, Abstufung der Farben, Plut. glor. Ath. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόχρωσις: -εως, ἡ (ἀποχρώννυμι) βαθμιαία μετάβασις ἀπὸ χρώματος εἰς χρῶμα ἢ ἀπὸ τοῦ ἀνοιχτοῦ χρώματος εἰς βαθὺ καὶ τἀνάπαλιν, Ἀπολλόδωρος ὁ ζωγράφος ἀνθρώπων πρῶτος ἐξευρὼν φθορὰν καὶ ἀπόχρωσιν σκιᾶς Ἀθηναῖος ἦν Πλούτ. 2. 346Α.