ὑπερφύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(13_4)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1204.png Seite 1204]] mit aor. II. u. perf. act. (s. φύω), darüber entstehen, bes. darüber hinauswachsen, übertreffen; ὁ ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ, der sie an Macht übertraf, Her. 6, 127; Sp., wie D. Cass. 56, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1204.png Seite 1204]] mit aor. II. u. perf. act. (s. φύω), darüber entstehen, bes. darüber hinauswachsen, übertreffen; ὁ ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ, der sie an Macht übertraf, Her. 6, 127; Sp., wie D. Cass. 56, 2.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπερφύομαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., φύομαι, αὐξάνομαι [[ὑπεράνω]] τινός, ηὐξάνετο (ὁ [[ἔρως]]) τῇ μελλήσει καὶ ὡς φυτὸν ἐν τῇ γῇ [[οὕτως]] [[ἔνδον]] τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς Ἀρισταίν. 1. 6· τινι Γαλην. ΙΙ. μεταφορ., ὑπερτερῶ, [[ὑπερέχω]], μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτικ. πράγμ., ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ Ἡρόδ. 6. 127, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 2· [[μετὰ]] γεν. προσ., Ἀριστείδ. 2. 151.
}}
}}

Revision as of 11:15, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφύομαι Medium diacritics: ὑπερφύομαι Low diacritics: υπερφύομαι Capitals: ΥΠΕΡΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperphýomai Transliteration B: hyperphyomai Transliteration C: yperfyomai Beta Code: u(perfu/omai

English (LSJ)

Pass., with aor. 2 and pf. Act.,

   A grow upon or over, [ἔρως] ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς Aristaenet.1.6 (sed leg. ὑπεφύετο) ; τινι Gal. in Pl.Ti.p.6 D.    II metaph., surpass, excel, c. acc. pers. et dat. rei, ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ Hdt.6.127, cf. D.C.56.2: c. gen. pers., Aristid.2.151 J.

German (Pape)

[Seite 1204] mit aor. II. u. perf. act. (s. φύω), darüber entstehen, bes. darüber hinauswachsen, übertreffen; ὁ ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ, der sie an Macht übertraf, Her. 6, 127; Sp., wie D. Cass. 56, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφύομαι: Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., φύομαι, αὐξάνομαι ὑπεράνω τινός, ηὐξάνετο (ὁ ἔρως) τῇ μελλήσει καὶ ὡς φυτὸν ἐν τῇ γῇ οὕτως ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς Ἀρισταίν. 1. 6· τινι Γαλην. ΙΙ. μεταφορ., ὑπερτερῶ, ὑπερέχω, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτικ. πράγμ., ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ Ἡρόδ. 6. 127, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 2· μετὰ γεν. προσ., Ἀριστείδ. 2. 151.