παρεκτρέπω: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(13_5) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0514.png Seite 514]] nebenbei weg- od. abwenden; übtr., βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥςτε μὴ [[θανεῖν]], Eur. Suppl. 1111; entstellen, verdrehen, Sp. – Pass., sich vom Wege abwenden, ausweichen, Sp., wie Plut. cons. ad Apoll. p. 350; τῆς ὁδοῦ, Schol. Ar. Ach. 81; παρεκτετράφθαι, im Ggstz von συμπεφυκέναι, Arist. de gen. anim. 4, 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0514.png Seite 514]] nebenbei weg- od. abwenden; übtr., βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥςτε μὴ [[θανεῖν]], Eur. Suppl. 1111; entstellen, verdrehen, Sp. – Pass., sich vom Wege abwenden, ausweichen, Sp., wie Plut. cons. ad Apoll. p. 350; τῆς ὁδοῦ, Schol. Ar. Ach. 81; παρεκτετράφθαι, im Ggstz von συμπεφυκέναι, Arist. de gen. anim. 4, 4. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρεκτρέπω''': [[τρέπω]], [[ἐκτρέπω]] κατὰ [[μέρος]], Εὐριπ. Ἱκέτ. 1111 (ἴδε ἐν λ. [[ὀχετός]]). ΙΙ. [[διαστρέφω]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 33. - Παθ., τρέπομαι κατὰ [[μέρος]], παρεκτρέπομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 46 π. εἰς... Πλούτ. 2. 114D· π. τῆς ὁδοῦ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 81. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:19, 5 August 2017
English (LSJ)
A turn aside, ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν E.Supp.1111 :— Pass., to be turned aside, deviate, παρεκτετράφθαι Arist.GA773a15; π. εἰς . . Plu.2.114d; π. τῆς ὁδοῦ Sch.Ar.Ach.81.
German (Pape)
[Seite 514] nebenbei weg- od. abwenden; übtr., βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥςτε μὴ θανεῖν, Eur. Suppl. 1111; entstellen, verdrehen, Sp. – Pass., sich vom Wege abwenden, ausweichen, Sp., wie Plut. cons. ad Apoll. p. 350; τῆς ὁδοῦ, Schol. Ar. Ach. 81; παρεκτετράφθαι, im Ggstz von συμπεφυκέναι, Arist. de gen. anim. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκτρέπω: τρέπω, ἐκτρέπω κατὰ μέρος, Εὐριπ. Ἱκέτ. 1111 (ἴδε ἐν λ. ὀχετός). ΙΙ. διαστρέφω, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 33. - Παθ., τρέπομαι κατὰ μέρος, παρεκτρέπομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 46 π. εἰς... Πλούτ. 2. 114D· π. τῆς ὁδοῦ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 81.