προσιζάνω: Difference between revisions
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
(13_4) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0766.png Seite 766]] (s. [[ἱζάνω]]), dabei sitzen, dran hangen, haften; πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνει, Aesch. Prom. 276; Ἀρὰ – ὄμμασι, Spt. 677; κείνῃ [[μῶμος]] οὐ προσιζάνει, an ihr haftet kein Tadel, Simonds. Amorg. 84; u. in sp. Prosa, Luc. hist. scrib. 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0766.png Seite 766]] (s. [[ἱζάνω]]), dabei sitzen, dran hangen, haften; πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνει, Aesch. Prom. 276; Ἀρὰ – ὄμμασι, Spt. 677; κείνῃ [[μῶμος]] οὐ προσιζάνει, an ihr haftet kein Tadel, Simonds. Amorg. 84; u. in sp. Prosa, Luc. hist. scrib. 10. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσιζάνω''': [[προσκάθημαι]], ἡ [[μέλιττα]] πρὸς οὐδὲν σαπρὸν πρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 29· τοίχοις πρ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ. μεταφορ., κείνῃ [[μῶμος]] οὖ προσιζάνει Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 84· πρὸς ἄλλοτ’ ἄλλον πημονὴ πρ. Αἰσχύλ. Πρ. 276· [[ὡσαύτως]], [[προσκάθημαι]], προσκολλῶμαι εἴς τι, Λατ. instare, ἀρά μοι πρ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 696· ἀπὸ τῶν προσιζανόντων, ἀπὸ παντὸς ὅ,τι προσκολλᾶται, [[οἷον]] ῥύπου, κλπ., Παυσ. 5. 14, 5. 2) ἀπολ., ἐπὶ ἐνδύματος, προσαρμόζομαι [[καλῶς]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:19, 5 August 2017
English (LSJ)
A sit by or near: hence, rest, settle on, ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν π. σαπρόν Arist.HA535a2; ἡγοῦντο προσιζάνειν τῷ ὕδατι τὰς ψυχὰς θεοπνόῳ ὄντι Numen. ap. Porph.Antr.10; adhere to, v.l. for -ίζω in Dsc.5.95: abs., ib.74; ἀπὸ τῶν προσιζανόντων from all that adheres, dirt, etc., Paus.5.14.5; of a robe, sit close, Luc.Hist.Conscr. 10. 2 metaph., κείνῃ μῶμος οὐ προσιζάνει Semon.7.84; πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ π. A.Pr.278; cleave to, cling to, μοι ἀρὰ π. Id.Th. 696.
German (Pape)
[Seite 766] (s. ἱζάνω), dabei sitzen, dran hangen, haften; πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνει, Aesch. Prom. 276; Ἀρὰ – ὄμμασι, Spt. 677; κείνῃ μῶμος οὐ προσιζάνει, an ihr haftet kein Tadel, Simonds. Amorg. 84; u. in sp. Prosa, Luc. hist. scrib. 10.
Greek (Liddell-Scott)
προσιζάνω: προσκάθημαι, ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν σαπρὸν πρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 29· τοίχοις πρ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ. μεταφορ., κείνῃ μῶμος οὖ προσιζάνει Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 84· πρὸς ἄλλοτ’ ἄλλον πημονὴ πρ. Αἰσχύλ. Πρ. 276· ὡσαύτως, προσκάθημαι, προσκολλῶμαι εἴς τι, Λατ. instare, ἀρά μοι πρ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 696· ἀπὸ τῶν προσιζανόντων, ἀπὸ παντὸς ὅ,τι προσκολλᾶται, οἷον ῥύπου, κλπ., Παυσ. 5. 14, 5. 2) ἀπολ., ἐπὶ ἐνδύματος, προσαρμόζομαι καλῶς, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.