φοράς: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(c1)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1299.png Seite 1299]] άδος, ἡ, tragbar, fruchtbar, trächtig, schwanger, Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1299.png Seite 1299]] άδος, ἡ, tragbar, fruchtbar, trächtig, schwanger, Theophr.
}}
{{ls
|lstext='''φοράς''': -άδος, ἡ, φέρουσα καρπόν, καρποφοροῦσα, [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 2. ΙΙ. «φοράδα», «[[φοράς]], φοράδος ἡ [[ἵππος]], θηλυκῶς» Σουΐδ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ὑποκοριστ. φοράδιον, τό, Λατ. jumentum, Λεοντ. Τακτ. 18, § 53, Μοσχόπ. περὶ Σχεδ. σ. 43.
}}
}}

Revision as of 11:22, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοράς Medium diacritics: φοράς Low diacritics: φοράς Capitals: ΦΟΡΑΣ
Transliteration A: phorás Transliteration B: phoras Transliteration C: foras Beta Code: fora/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A fruitful, Thphr.HP4.16.2.    II Subst., brood-mare, PHolm.2.32, 9.11, PLond.1821.81, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1299] άδος, ἡ, tragbar, fruchtbar, trächtig, schwanger, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

φοράς: -άδος, ἡ, φέρουσα καρπόν, καρποφοροῦσα, καρποφόρος, γόνιμος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 2. ΙΙ. «φοράδα», «φοράς, φοράδος ἡ ἵππος, θηλυκῶς» Σουΐδ.· ― ἐντεῦθεν ὑποκοριστ. φοράδιον, τό, Λατ. jumentum, Λεοντ. Τακτ. 18, § 53, Μοσχόπ. περὶ Σχεδ. σ. 43.